Μια νέα μελέτη έδειξε ότι ακόμη και μια ήπια απώλεια ακοής στα μικρά παιδιά μπορεί να οδηγήσει σε εγκεφαλικές αλλαγές. Η δομή και η λειτουργία του ακουστικού συστήματος, η οποία επεξεργάζεται τους ήχους στον εγκέφαλο, αναπτύσσεται καθόλη τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας ως ανταπόκριση του εγκεφάλου απέναντι στους ήχους που εκτίθεται. Σε αρκετά κωφά παιδιά, το ακουστικό σύστημα υφίσταται μια λειτουργική αναδιοργάνωση, για να ανταποκριθεί περισσότερο στα οπτικά ερεθίσματα. Ωστόσο, μέχρι σήμερα ήταν λίγα γνωστά για τις επιπτώσεις της ήπιας έως μέτριας απώλειας ακοής στην παιδική ηλικία.
Μια ερευνητική ομάδα με επικεφαλής την Δρ. Lorna Halliday, από το University of Cambridge, χρησιμοποίησε μια τεχνική ηλεκτροεγκεφαλογράμματος (EEG) για να μετρήσει τις εγκεφαλικές αντιδράσεις 46 παιδιών που είχαν διαγνωστεί με μόνιμη ήπια έως μέτρια απώλεια ακοής ενώ ακούγονταν ήχοι.
Διαιρώντας τα παιδιά σε δύο ομάδες -τα μικρότερα (8-12 ετών) και τα μεγαλύτερα (12-16 ετών)- οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα μικρότερα παιδιά με απώλεια ακοής παρουσίαζαν σχετικά τυπικές αντιδράσεις στον εγκέφαλο, δηλαδή αυτές των παιδιών με κανονική ακοή. Ωστόσο, οι ανταποκρίσεις του εγκεφάλου των μεγαλύτερων παιδιών με απώλεια ακοής ήταν μικρότερες.
Για να επιβεβαιώσουν αυτά τα ευρήματα, οι ερευνητές έλεγξαν ξανά ένα υποσύνολο της ομάδας των μικρότερων παιδιών, έξι χρόνια αργότερα. Επιβεβαίωσαν ότι καθώς τα παιδιά με απώλεια ακοής είχαν μεγαλώσει, οι ανταπόκριση του εγκεφάλου τους άλλαξε. Οι ανταποκρίσεις που εμφανίζονταν όταν τα παιδιά ήταν νεότερα είτε εξαφανίστηκαν είτε έγιναν μικρότερες. Τα τρέχοντα προγράμματα για τα νεογέννητα βρέφη είναι καλά στο να αντιληφθούμε την μέτρια έως βαθιά απώλεια ακοής, αλλά όχι στην ανίχνευση της ήπιας απώλειας.
Τα παιδιά με προβλήματα ακοής τείνουν να μην τα πηγαίνουν τόσο καλά όσο οι συνομήλικοί τους όσον αφορά την ανάπτυξη της γλώσσας και στις επιδόσεις του σχολείου. Η ανίχνευση ακόμη και ήπιων βαθμών ακοής νωρίς μπορεί να οδηγήσει σε παρεμβάσεις που θα περιόριζαν ορισμένες αλλαγές στον εγκέφαλο και θα βελτίωναν τις πιθανότητες των παιδιών να αναπτύξουν τη γλωσσική τους ικανότητα. Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό eLife.