Ο γνωστός Δικηγόρος και Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του European Association of Health Law Αθανάσιος Παναγιώτου μίλησε στο healthweb.gr και στην εκπομπή Opinion Health με την Νικολέτα Ντάμπου και έδωσε απαντήσεις στον τεράστιο προβληματισμό που έχει μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας και αφορά στο ερώτημα : Αν θα μπορούσε η πολιτεία να καταστήσει υποχρεωτικό τον εμβολιασμό κατά του COVID 19.
Υπάρχει στην Ελλάδα νομοθετική πρόβλεψη για υποχρεωτικό εμβολιασμό;
Υπάρχει ο νόμος . 4675/2020 (ΦΕΚ Τεύχος A 54/11.03.2020) για τη Δημόσια Υγεία, στο άρθρο 4 αναφέρει: «Σε περιπτώσεις εμφάνισης κινδύνου διάδοσης μεταδοτικού νοσήματος, που ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, μπορεί να επιβάλλεται, με απόφαση του Υπουργού Υγείας, μετά από γνώμη της ΕΕΔΥ, υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού με σκοπό την αποτροπή της διάδοσης της νόσου. Με την ανωτέρω απόφαση ορίζονται η ομάδα του πληθυσμού ως προς την οποία καθίσταται υποχρεωτικός ο εμβολιασμός με καθορισμένο εμβόλιο, η τυχόν καθορισμένη περιοχή υπαγωγής στην υποχρεωτικότητα, το χρονικό διάστημα ισχύος της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, το οποίο πρέπει πάντοτε να αποφασίζεται ως έκτακτο και προσωρινό μέτρο προστασίας της δημόσιας υγείας για συγκεκριμένη ομάδα του πληθυσμού, η ρύθμιση της διαδικασίας του εμβολιασμού και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.», ωστόσο δεν καταστεί τον εμβολιασμό υποχρεωτικό διότι δεν μπορεί να διενεργηθεί με επέμβαση στο σώμα του προσώπου, παρά τη θέλησή του.
Είναι ο εμβολιασμός ιατρική πράξη; Είναι απαραίτητο να συναινέσουμε σε αυτόν;
Αναμφίβολα, ο εμβολιασμός αποτελεί ισχυρό όπλο πρόληψης της μετάδοσης ασθενειών και, επομένως, σημαντικό μέσο προστασίας της δημόσιας υγείας. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να λησμονούμε πως ταυτόχρονα αποτελεί και ιατρική πράξη, η διενέργεια της οποίας εξαρτάται από την ελεύθερη βούληση του προσώπου. Η θεμελιώδης αρχή της «συναίνεσης ύστερα από ενημέρωση» (informed consent) καθιερώνεται σε πλείστα νομικά κείμενα.Συγκεκριμένα:
- Στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (άρθρο 3 παρ. 2)
- Στη Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική (Σύμβαση Οβιέδο) που ισχύει στην Ελλάδα υπερισχύοντας του κοινού δικαίου (ν. 2619/1998) (άρθρο 5 παρ. 1)
- Στον ν. 2071/1992 (Εκσυγχρονισμός και Οργάνωση του Συστήματος Υγείας (άρθρο 47 παρ. 2)
- Στον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (ν. 3418/2005) που επανέλαβε τις ρυθμίσεις της Σύμβασης του Οβιέδο και ρύθμισε διεξοδικότερα τα ζητήματα της συναίνεσης και ενημέρωσης του ασθενούς (άρθρα 11 και 12)
- Στο άρθρο 308 παρ. 3 Ποινικού Κώδικα
- Στο Σύνταγμα (άρ. 2§1, 5§1, 9§1 εδ. β)
Τονίζεται πως η Σύμβαση του Οβιέδο έχει αυξημένη τυπική ισχύ και καθιερώνει τη συναίνεση ως αυτοτελές δικαίωμα. Συνεπώς, για κάθε περιορισμό της απαιτείται ειδική αιτιολογία.
Σε ποιες περιπτώσεις μπορεί να καταστεί υποχρεωτικός;
Με βάση τα παραπάνω, ο εμβολιασμός δεν μπορεί να είναι «υποχρεωτικός». Δεν μπορεί να διενεργηθεί με επέμβαση στο σώμα του προσώπου, παρά τη θέλησή του. Αυτό θα ήταν αντίθετο στην αρχή της ανθρώπινης αξίας και θα αποτελούσε προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Άλλωστε, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 2 του Συντάγματος «Tα βασανιστήρια, οποιαδήποτε σωματική κάκωση, βλάβη υγείας, ή άσκηση ψυχολογικής βίας, καθώς και κάθε άλλη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας απαγορεύονται και τιμωρούνται, όπως νόμος ορίζει.» Η προστασία της δημόσιας υγείας θεμελιώνεται συνταγματικά στη γενική υποχρέωση του κράτους να «μεριμνά για την υγεία των πολιτών» (άρθρο 21, παρ. 3 του Συντάγματος). Δεδομένου ότι η πρόβλεψη υποχρεωτικότητας αποτελεί περιορισμό στην προσωπική μας αυτονομία, τίθεται το ερώτημά εάν υπάρχει νομική βάση για τον περιορισμό αυτόν.
Είναι αντισυνταγματικό όσοι πολίτες δεν δεχθούν να εμβολιαστούν κατά του COVID 19 να υποστούν κάποιους περιορισμούς όπως να μην μπορούν να ταξιδέψουν ;
Το Σύνταγμα (άρθρο 5) και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) (άρθρο 2) δέχονται τέτοιους περιορισμούς μόνο σχετικά με τη δυνατότητα επιβολής περιοριστικών μέτρων στην ελεύθερη κίνηση και εγκατάσταση. Έτσι, μπορεί να απαγορευθεί η μετακίνηση των πολιτών ή η εγκατάστασή τους σε ορισμένη περιοχή, ώστε να περιορισθεί η μετάδοση σοβαρών ασθενειών όπως ο κορωνοϊός και ο κίνδυνος επιδημίας ή πανδημίας (βλ. ολικά ή τοπικά lockdown κοκ.) Επομένως, «υποχρεωτικότητα» είναι νοητή μόνον ως μέτρο περιορισμού -αποκλειστικά- της ελευθερίας της κίνησης για λόγους δημόσιας υγείας, κατά το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Αυτό, πρακτικά, σημαίνει ότι, όσοι επιλέξουν να μην εμβολιασθούν, επιτρέπεται να περιορισθούν στην κίνησή τους με μέτρα όπως π.χ. η καραντίνα, ή απαγόρευση μετακίνησης για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα σε συγκεκριμένες περιοχές ή η απαγόρευση πρόσβασης σε συγκεκριμένους δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους των ατόμων που δεν έχουν δεχθεί να εμβολιαστούν (τα οποία, βέβαια, υπόκεινται στην αρχή της αναλογικότητας και δεν θα πρέπει να συνεχίζονται αν η πανδημία υποχωρήσει). Στις περιπτώσεις αυτές, η άρνηση του εμβολιασμού επιφέρει συγκεκριμένες έννομες συνέπειες (πάντοτε με σεβασμό στην αρχή της αναλογικότητας) και αυτό είναι συνταγματικά ανεκτό.
Πρόσφατα το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάνθηκε πως η συνταγματική δημόσιου σκοπού πρόβλεψη του κράτους να λαμβάνει μέριμνα για τη δημόσια υγεία επιτρέπει να διαγράφονται από τους παιδικούς σταθμούς και τα νηπιαγωγεία τα παιδιά, σε περίπτωση κατά την οποία οι γονείς αρνούνται να τα εμβολιάσουν. Θα μπορούσατε να μας ενημερώσετε σχετικά με το σκεπτικό της συγκεκριμένης απόφασης και την πιθανή επίδραση στο ζήτημα τους υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού για τον COVID-19;
Με απόφασή του το Συμβούλιο της Επικρατείας (απόφαση 2387/2020) απέρριψε την αίτηση γονέων παιδιού, το οποίο είχε διαγραφεί από παιδικό σταθμό, για την ακύρωση της απόφασης περί διαγραφής ανεμβολίαστου νηπίου, η οποία ελήφθη με την αιτιολογία ότι οι γονείς δεν συμμορφώθηκαν στις επανειλημμένες υποδείξεις της παιδιάτρου των παιδικών σταθμών και δεν προτίθενται να ξεκινήσουν το πρόγραμμα των εμβολιασμών
Με βάση την απόφαση, η μέριμνα για την δημόσια υγεία αποτελεί συνταγματική υποχρέωση του Κράτους, στο πλαίσιο της οποίας η Πολιτεία οφείλει, μεταξύ άλλων, να λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για την πρόληψη της διάδοσης και την καταπολέμηση μεταδοτικών ασθενειών, οι οποίες συνιστούν σοβαρό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. Στα μέτρα αυτά εντάσσεται και ο εμβολιασμός νηπίων και παιδιών, ο οποίος διενεργείται με σκοπό την προστασία της υγείας, συλλογικώς και ατομικώς, από τις ασθένειες καθώς και την βαθμιαία εξάλειψή τους.
Το μέτρο του εμβολιασμού, καθ’ εαυτό, συνιστά σοβαρή μεν παρέμβαση στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και στην ιδιωτική ζωή του ατόμου και δη στη σωματική και ψυχική ακεραιότητα αυτού, πλην όμως συνταγματικώς ανεκτή, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
- ότι προβλέπεται από ειδική νομοθεσία, υιοθετούσα πλήρως τα έγκυρα και τεκμηριωμένα επιστημονικά, ιατρικά και επιδημιολογικά πορίσματα στον αντίστοιχο τομέα και
- ότι παρέχεται δυνατότητα εξαίρεσης από τον εμβολιασμό σε ειδικές ατομικές περιπτώσεις, για τις οποίες αυτός αντενδείκνυται. Η ως άνω παρέμβαση, εφόσον κρίνεται, σύμφωνα με τεκμηριωμένα επιστημονικά δεδομένα, αναγκαία και πρόσφορη για την προστασία της υγείας τόσο των ίδιων των εμβολιαζομένων όσο και τρίτων (λ.χ. βρεφών που δεν έχουν ακόμη εμβολιασθεί, ατόμων που δεν επιτρέπεται για ιατρικούς λόγους να εμβολιασθούν) δεν είναι δυσανάλογη για την επίτευξη του προμνημονευθέντος συνταγματικού δημοσίου σκοπού.
Θα μπορούσαν οι γονείς κάποιων παιδιών ή νηπίων να επικαλεστούν ότι δεν διατρέχουν κίνδυνο από την στιγμή που έχουν εμβολιαστεί τα υπόλοιπα παιδιά στον χώρο του παιδικού σταθμού ή νηπιαγωγείου και έτσι να αποφύγουν τον εμβολιασμό;
Η θέσπιση του επίμαχου μέτρου δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας, δεδομένου ότι σε εμβολιασμό υπόκεινται όλα ανεξαιρέτως τα νήπια και παιδιά, πλην εκείνων που τελούν ατομικώς σε ειδικές διαφορετικές συνθήκες, δεν επιτρέπεται δηλαδή για λόγους υγείας να εμβολιαστούν.
Αντιθέτως, θα αντέκειτο στην αρχή της ισότητας η αξίωση προσώπου να μην εμβολιαστεί, επικαλούμενο ότι δεν διατρέχει ατομικό κίνδυνο, εφόσον διαβιώνει σε ασφαλές περιβάλλον οφειλόμενο στο γεγονός ότι τα άλλα πρόσωπα του περιβάλλοντός του έχουν εμβολιαστεί.
Άλλωστε, η εμφάνιση σε στατιστικώς πολύ μικρό αριθμό περιπτώσεων σοβαρών παρενεργειών ορισμένων εμβολίων δεν καθιστά συνταγματικώς ανεπίτρεπτη τη νομοθετική πρόβλεψη του εμβολιασμού νηπίων και παιδιών και είναι πάντως ανεκτή χάριν του δημοσίου συμφέροντος, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι οι σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις ερείδονται επί εγκύρων και τεκμηριωμένων επιστημονικών δεδομένων κατά τα προεκτεθέντα.
Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι, ενδεχομένως και κατά τις περιστάσεις, δύναται να συντρέχει περίπτωση αποζημίωσης των παθόντων από τις παρενέργειες αυτές για ζημία προκληθείσα όχι από παράνομη αλλά από νόμιμη ενέργεια του Δημοσίου.
Συνεπώς, δεδομένου ότι δεν προβάλλεται ότι ο εμβολιασμός των νηπίων για τις συγκεκριμένες ασθένειες δεν ερείδεται επί εγκύρων και τεκμηριωμένων επιστημονικών δεδομένων, ούτε προβάλλονται συγκεκριμένοι ισχυρισμοί σχετικά με την εξ αυτού στατιστική πιθανότητα εμφάνισης δυσανάλογου αριθμού σοβαρών παρενεργειών, οι παρατιθέμενοι ανωτέρω λόγοι ακυρώσεως περί παραβίασης του δικαιώματος στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και στην συμμετοχή στην κοινωνική ζωή της χώρας, του δικαιώματος σε προστασία της ιδιωτικής ζωής, της αρχής της ισότητας, της αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου και της αρχής της αναλογικότητας, όπως αυτά κατοχυρώνονται στις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 του Συντάγματος και 8 της ΕΣΔΑ, 4 παρ. 1 και 2 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, καθ’ ό δε μέρος γίνεται επίκληση των άρθρων 9 και 10 της ΕΣΔΑ οι λόγοι ακυρώσεως είναι απορριπτέοι προεχόντως ως όλως αορίστως προβαλλόμενοι.
Έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα τα διεθνή δικαστήρια;
Η παραπομπή της υπόθεσης Vavřička and others v. the Czech Republic (no.47621/13) (συνέπειες της άρνησης συμμόρφωσης με την τσεχική νομοθεσία περί υποχρεωτικού εμβολιασμού) στο Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης του Ε.Δ.Δ.Α. είναι ενδεικτική της πολυπλοκότητας του θέματος.
H συγκεκριμένη υπόθεση αφορά τις συνέπειες από την άρνηση γονέων να εμβολιάσουν τα παιδιά τους με βάση την τσεχική νομοθεσία, η απόφαση σίγουρα θα αποτελέσει οδηγό για τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης. Το Ε.Δ.Δ.Α. θα αποφανθεί για το συγκεκριμένο ζήτημα, αφού ένα από τα Τμήματά του αποφάσισε να παραιτηθεί υπέρ του Τμήματος Ευρείας Συνθέσεως . Μια τέτοια παραίτηση λαμβάνει χώρα όταν μια υπόθεση «εγείρει σοβαρό ζήτημα ως προς την ερμηνεία της Σύμβασης ή των Πρωτοκόλλων της ή εάν η επίλυση ενός ζητήματος μπορεί να έρχεται σε αντίθεση με προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου» (αρ. 30 Ε.Σ.Δ.Α.) Η συζήτηση της υπόθεσης έλαβε χώρα την 1η Ιουλίου και η απόφαση αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον.