Περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν αυτισμό έχουν τα βρέφη που διαγνώσκονται με ίκτερο, σύμφωνα με νέα μεγάλη μελέτη Δανών ερευνητών που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο Pediatrics.
Ωστόσο, οι επιστήμονες τονίζουν ότι πολλά ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα, ενώ είναι πολύ νωρίς να ειπωθεί με βεβαιότητα ότι υπάρχει αιτιολογική σχέση μεταξύ των δύο καταστάσεων. Η περιβαλλοντική έκθεση, πριν, κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά τον τοκετό αναδεικνύεται εξίσου σημαντική με τους παράγοντες κινδύνου για την εκδήλωση του αυτισμού, συνδυαστικά πάντα με τους γενετικούς.
Ο ίκτερος είναι μια συχνή πάθηση των νεογνών που είναι απόρροια της ταχείας συσσώρευσης χολερυθρίνης, την οποία το ανώριμο ήπαρ δεν είναι σε θέση να επεξεργαστεί. Περισσότερα από τα μισά βρέφη έχουν κάποιου βαθμού ίκτερο, αλλά η κατάσταση επιλύεται από μόνη της και σπανίως είναι απειλητική για την υγεία του νεογνού.
Ο αυτισμός που προκαλεί κοινωνικές και επικοινωνιακές δυσχέρειες, επηρεάζει περίπου ένα στα 110 παιδιά, σύμφωνα με στοιχεία του αμερικανικού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών.
Σε προηγούμενη μελέτη, η Δρ Ρίκκε Νταμκτζάερ Μάιμπουργκ από το Πανεπιστήμιο Αάρχους είχε διαπιστώσει ότι τα παιδιά που έχουν διαγνωστεί με αυτισμό έχουν διπλάσιες πιθανότητες να έχουν εισαχθεί στη μονάδα νεογνικής φροντίδας ως νεογνά, κυρίως λόγω ίκτερου. Όμως ήταν εν γνώσει της ότι παλαιότερες έρευνες για τη σχέση αυτισμού-ίκτερου είχαν καταλήξει σε αντικρουόμενα αποτελέσματα.
Έτσι λοιπόν, αποφάσισε να διεξάγει μεγαλύτερου εύρους μελέτη. Συμπεριέλαβε στοιχεία από εθνικά αρχεία για όλα σχεδόν τα παιδιά που είχαν γεννηθεί στην Δανία την περίοδο 1994-2004.
Εκ των 733.826 παιδιών που είχαν γεννηθεί το συγκεκριμένο διάστημα, 35.766 είχαν ίκτερο, 1.721 μετέπειτα διαγνώστηκαν με κάποιου είδους ψυχολογική διαταραχή και 577 εκδήλωσαν αυτισμό.
Μετά από συνεκτίμηση άλλων παραγόντων (βάρος γέννησης, μητρικό κάπνισμα), οι ερευνητές καθόρισαν ότι τα τελιόμηνα με ίκτερο είχαν 56% μεγαλύτερες πιθανότητες να εκδηλώσουν διαταραχή του φάσματος του αυτισμού μετέπειτα, συγκριτικά με νεογνά χωρίς ίκτερο.
Αυτά τα ίδια παιδιά, είχαν επίσης υψηλότερο κίνδυνο να εκδηλώσουν και άλλες αναπτυξιακές ψυχολογικές διαταραχές, όπως μαθησιακές και γλωσσικές δυσκολίες.
Επίσης τα πρωτότοκα νεογνά και όσα είχαν γεννηθεί πριν την 37η εβδομάδα κύησης, απολάμβαναν κάποιου βαθμού προστασία από τις επιπτώσεις του ίκτερου. Όσα παιδιά είχαν γεννηθεί τους εαρινούς και θερινούς μήνες, επίσης δεν επηρεάζονταν.
Οι ειδικοί εικάζουν ότι οποιαδήποτε βλάβη κι αν προκαλεί ο ίκτερος, συμβαίνει κατά τις τελευταίες εβδομάδες κυοφορίας, ενώ οι εποχικοί περιβαλλοντικοί παράγοντες μετά τον τοκετό μπορεί να αμβλύνουν ή να οξύνουν το πρόβλημα.
«Η καλύτερη εικασία για το πώς ο ίκτερος προκαλεί αλλαγές στην ψυχολογική ανάπτυξη είναι η χολερυθρίνη περνά τον φραγμό αίματος-εγκεφάλου και καταστρέφει τα εγκεφαλικά κύτταρα, όπως συμβαίνει και στην εγκεφαλική δυσπλασία», επεσήμανε η Δρ Μάιμπουργκ. Η αυξημένη εγκεφαλική δραστηριότητα τις τελευταίες εβδομάδες κυοφορίας, όπως και το υψηλότερο ποσοστό λοιμώξεων και η περιορισμένη ηλιοφάνεια (που συντελεί στην αποδόμηση της χολερυθρίνης) κατά τη διάρκεια του χειμώνα, μπορεί να εξηγήσει ορισμένες από τις διαφορές που εντοπίστηκαν. Τα αντισώματα που συσσωρεύονται κατά τη διάρκεια προηγούμενων κυήσεων, μπορεί επίσης να συντελούν στην μεγαλύτερη επίδραση που διαπιστώθηκε σε παιδιά που δεν ήταν πρωτότοκα.