Η αϋπνία σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο για καρδιαγγειακές, μεταβολικές κι άλλες νευροψυχικές διαταραχές, για κατάθλιψη και άγχος. Οι υπάρχουσες φαρμακευτικές θεραπείες ανακουφίζουν από τα συμπτώματα ενώ η αποτελεσματικότητά τους διαφέρει από άτομο σε άτομο. Επίσης, συχνά έχουν παρενέργειες ενώ προκαλούν εθισμό.
Τώρα, δύο νέες μελέτες βρήκαν νέα στοιχεία που συνδέουν την αϋπνία με ορισμένα γονίδια. Μεταξύ άλλων, αποκαλύπτεται ότι οι γενετικοί παράγοντες κινδύνου είναι κοινοί για την αϋπνία και την κατάθλιψη, αλλά και για την καρδιαγγειακή νόσο.
Η πρώτη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο στο περιοδικό Nature Genetics, εντόπισε για πρώτη φορά βιολογικές διαδικασίες που σχετίζονται με αυξημένο γενετικό κίνδυνο για εκδήλωση χρόνιας αϋπνίας. Αυτό έγινε δυνατό, καθώς συσχετίστηκαν το DNA και οι συνήθειες ύπνου 1,33 εκατ. ανθρώπων.
Η αϋπνία είναι μια από τις συχνότερες διαταραχές παγκοσμίως. Σε περίπου 770 εκατομμύρια υπολογίζονται οι άνθρωποι με χρόνια αϋπνία. Ως τέτοια ορίζεται η δυσκολία να αποκοιμηθεί κάποιος ή να παραμείνει αρκετή ώρα κοιμισμένος τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα, για τουλάχιστον τρεις συνεχόμενους μήνες.
Χιλιάδες γονίδια σχετίζονται με την αϋπνία
Η τάση για αϋπνία θεωρείται κληρονομική, εν μέρει, καθώς εμφανίζεται σε μέλη της ίδιας οικογένειες και φαίνεται να έχει βιολογικές-γενετικές «ρίζες» στον εγκέφαλο. Μέχρι σήμερα όμως είχαν ανακαλυφθεί λίγα γονίδια που να σχετίζονται με την αϋπνία. Επίσης, παραμένει μυστήριο πού ακριβώς στον εγκέφαλο ασκούν την επίδρασή τους τα γονίδια κινδύνου για αϋπνία, κάτι σημαντικό για την ανάπτυξη νέων και καλύτερων θεραπειών.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τους καθηγητές στατιστικής γενετικής Ντανιέλε Ποστούμα (Πανεπιστήμιο VU Άμστερνταμ) και νευροφυσιολογίας Έους Βαν Σόμερεν (Ινστιτούτο Νευροεπιστήμης Ολλανδίας), εντόπισαν 956 γονίδια που συμβάλλουν στον κίνδυνο για αϋπνία. Ορισμένα από αυτά τα γονίδια έχουν στο παρελθόν συσχετισθεί με την κατάθλιψη, τις νευρώσεις, το διαβήτη και τις καρδιαγγειακές νόσους.
Στη συνέχεια οι επιστήμονες αποκάλυψαν ποια κύτταρα, περιοχές και βιολογικοί μηχανισμοί του εγκεφάλου επηρεάζονται από τα εν λόγω γονίδια.
«Η μελέτη μας δείχνει ότι η αϋπνία, όπως πολλές άλλες νευροψυχιατρικές διαταραχές, επηρεάζεται από χιλιάδες γονίδια, καθένα από τα οποία ασκεί μικρή επιρροή. Αυτά τα γονίδια από μόνα τους δεν έχουν ενδιαφέρον, η συνδυαστική δράση τους όμως αυξάνει τον κίνδυνο αϋπνίας» δήλωσε η Ποστούμα.
«Τα ευρήματα είναι σημαντικά, επειδή μπορούμε τώρα για πρώτη φορά να αρχίσουμε να ψάχνουμε στο εργαστήριο για τους υποκείμενους μηχανισμούς σε επιμέρους εγκεφαλικά κύτταρα» ανέφερε ο νευροβιολόγος Γκούους Σμιτ του Πανεπιστημίου VU.
Τα γονίδια που σχετίζονται με την αϋπνία βρέθηκαν να έχουν στενή γενετική ομοιότητα με την κατάθλιψη και το άγχος. «Αυτό είναι πολύ σημαντικό εύρημα, επειδή πάντα αναζητούσαμε τις αιτίες της αϋπνίας στα εγκεφαλικά κυκλώματα που ρυθμίζουν τον ύπνο. Όμως, τώρα πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας στα κυκλώματα που ρυθμίζουν το συναίσθημα, το στρες και την ένταση. Τα πρώτα μας αποτελέσματα προς αυτήν την κατεύθυνση είναι πολύ θεαματικά» δήλωσε ο Βαν Σόμερεν.
Κατάθλιψη, αϋπνία και καρδιακός κίνδυνος
Η δεύτερη μελέτη που δημοσιεύθηκε επίσης στο Nature Genetics, με επικεφαλής τη δρα Τζακλίν Λέιν του Γενικού Νοσοκομείου της Μασαχουσέτης, στη Βοστώνη, ανέλυσε γενετικά στοιχεία για 453.300 άτομα (εκ των οποίων το 29% με συχνή αϋπνία) και βρήκε 57 χρωμοσωμικές περιοχές, οι οποίες περιέχουν 236 γονίδια τα οποία σχετίζονται με τα συμπτώματα της αϋπνίας.
Και αυτή η μελέτη βρήκε ότι ορισμένα από αυτά τα γονίδια σχετίζονται με τον κίνδυνο στεφανιαίας νόσου, κατάθλιψης, και με το σύνδρομο ανήσυχων ποδιών.
«Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι η κατάθλιψη και η καρδιοπάθεια μπορεί να είναι αποτέλεσμα της επίμονης αϋπνίας», δήλωσε η Λέιν. Επίσης, οι ερευνητές ανέφεραν ότι τα ευρήματά τους ενισχύουν την άποψη ότι οι θεραπείες για την κατάθλιψη -φαρμακευτικές ή ψυχοθεραπευτικές- μπορούν να βοηθήσουν στην καταπολέμηση της αϋπνίας.