ΝΕΑ ΥΓΕΙΑΣ

Τι θα πάθουμε αν πιούμε θαλασσινό νερό;

Τι θα πάθουμε αν πιούμε θαλασσινό νερό;
Όλοι μας έχουμε γευτεί το αλμυρό νερό της θάλλασας αλλά προτιμούμε να πίνουμε το γλυκό νερό. Η διαφοροποίηση σε αλμυρό και γλυκό έγκειται στην αλατότητα του θαλασσινού νερού που είναι 3,5% ή 35 gr αλάτων σε 1 λίτρο νερού.

Your browser does not support the video tag. https://grx-obj.adman.gr/grx/creatives/sanofi/20876/better-understanding-insulin.mp4

Το θαλασσινό νερό είναι αλμυρό διότι περιέχει διαλυμένα περισσότερα ιόντα απ’ ότι το γλυκό νερό, με συνηθέστερα το Χλώριο, το Νάτριο , το Ασβέστιο και το Μαγνήσιο. Στη φάση δημιουργίας των ωκεανών, το Νάτριο ξεπλύθηκε από τον πυθμένα, ενώ το Χλώριο προήλθε από το εσωτερικό της γης μέσω ηφαιστείων.

Οι παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται ισχυρά η αλατότητα σε μία θάλασσα είναι οι βροχωπτώσεις και η εξάτμιση. Η εξάτμιση αφήνει στη θάλασσα τα άλατα, ενώ το νερό ανεβαίνει στην ατμόσφαιρα για να επιστρέψει στη θάλασσα με τη βροχή, χωρίς να έχει άλατα. Η μέση αλατότητα του θαλασσινού νερού παραμένει για δισσεκατομύρια έτη περίπου σταθερή, δεν έχει όμως  ομοιόμορφη κατανομή σε όλες τις θάλασσες.

Θαλάσσιες περιοχές με μεγάλες βροχοπτώσεις και μικρή εξάτμιση έχουν μικρή αλατότητα. Ενώ αντίθετα περιοχές με λίγες βροχοπτώσεις και μεγάλη εξάτμιση παρουσιάζουν μεγάλη αλατότητα. Άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν την αλατότητα σε μικρή κλίμακα είναι γλυκά τα νερά των μεγαλών ποταμών που εκβάλλουν στη θάλασσα και επηρεάζουν τις παράκτιες περιοχές, το λιώσιμο των πάγων που παίζουν σημαντικό ρόλο στις πολικές περιοχές, καθώς και φαινόμενα ανάμειξης στρωμάτων νερού διαφορετικής πυκνότητας.

Η κατανάλωση θαλασσινού νερού σε μικρές ποσότητες δεν φέρει κάποιο αρνητικό αποτέλεσμα. Αλλά η πόση του σε μεγάλες ποσότητες προκαλεί αφυδάτωση του σώματος. Αυτό συμβαίνει διότι η συγκέντρωση νατρίου στο αίμα αυξάνεται σε τοξικά επίπεδα, αφαιρώντας νερό από το εσωτερικό των κυττάρων, άρα αφυδατώνοντας τα, προκαλώντας διαταραχές όπως  νευρικούς σπασμούς και καρδιακή αρρυθμία.

Ακολουθεί βίντεο:

Μια νέα μελέτη όμως, ομάδας ερευνητών του Ηνωμένου Βασιλείου, έδειξε πως όσοι πίνουν θαλασσινό νερό, και ιδίως οι surfers, έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα μεταφοράς βακτηρίων ανθεκτικών στα αντιβιοτικά. Η νέα μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Environment International, προσπάθησε να απαντήσει σε αυτή την ερώτηση, εξετάζοντας τα βακτηρίδια του εντέρου περίπου 300 ανθρώπων, οι μισοί εκ των οποίων έκανα συνήθως surf. Τα δείγματα κοπράνων έδειξαν πως το 9% των surfers, σε σύγκριση με το 3% όσων δεν είχαν κάνει σερφ, είχαν το E.coli, που ήταν ανθεκτικό στην κεφοταξίμη, ένα αντιβιοτικό που συνήθως συνταγογραφείται για να σκοτώσει τα βακτήρια.

Ενώ το μέγεθος του δείγματος και τα ποσοστά των προσβεβλημένων ανθρώπων ήταν τόσο μικρά, τα αποτελέσματα δείχνουν μια πιθανή σχέση ανάμεσα στην ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά και στον χρόνο που περνάμε στη θάλασσα. Τα αντμικροβιακά χρησιμοποιούνται συνήθως στην ιατρική, τη γεωργία και σε άλλους δημόσιος χώρους, και οι πρακτικές απορροής και επεξεργασίας λυμάτων ,ιδιαίτερα μετά από έντονες βροχοπτώσεις, μπορούν να μεταφέρουν τις ουσίες αυτές κατευθείαν στον ωκεανό, όπου μπορεί να βρεθούν εκτεθειμένοι οι κολυμβητές.