Θεραπείες

Βασικός παράγοντας κινδύνου του ουροθηλιακού καρκίνου

Βασικός παράγοντας κινδύνου του ουροθηλιακού καρκίνου
Your browser does not support the video tag. Τι είναι ο ουροθηλιακός καρκίνος; Ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο; Υπάρχει τρόπος να τον αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά; Μπορεί αρκετοί να μην είναι πληροφορημένοι γύρω από αυτό το τόσο σημαντικό ζήτημα υγείας, όμως ο ουροθηλιακός καρκίνος αποτελεί την ένατη συχνότερη κακοήθεια και τη 15η συχνότερη αιτία θανάτου, παγκοσμίως. Το γεγονός αυτό […]

Your browser does not support the video tag. https://grx-obj.adman.gr/grx/creatives/sanofi/20876/better-understanding-insulin.mp4

Τι είναι ο ουροθηλιακός καρκίνος; Ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο; Υπάρχει τρόπος να τον αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά;

Μπορεί αρκετοί να μην είναι πληροφορημένοι γύρω από αυτό το τόσο σημαντικό ζήτημα υγείας, όμως ο ουροθηλιακός καρκίνος αποτελεί την ένατη συχνότερη κακοήθεια και τη 15η συχνότερη αιτία θανάτου, παγκοσμίως. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει για ακόμα μία φορά τη σημασία της ενημέρωσης και της πρόληψης.


Τα νούμερα των «θυμάτων» είναι εντυπωσιακά και κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Αρκεί να αναφέρουμε ότι το 2012, σε παγκόσμιο επίπεδο, ο εκτιμώμενος αριθμός νέων περιστατικών ουροθηλιακού καρκίνου ανήλθε σε 429.000 και οι αντίστοιχοι θάνατοι σε 165.000. Τη φετινή χρονιά, μόνο στις ΗΠΑ, αναμένεται να διαγνωσθούν τουλάχιστον 80.000 νέοι ασθενείς.

Ποιος είναι οι βασικός παράγοντας κινδύνου;

Οι καπνιστές διατρέχουν τουλάχιστον διπλάσιο κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου σε σύγκριση με άτομα που δεν ήταν ποτέ καπνιστές. Το κάπνισμα μάλιστα σχετίζεται με περίπου 50% των περιστατικών ουροθηλιακού καρκίνου, ενώ στους επιπρόσθετους παράγοντες κινδύνου ανήκει μεταξύ άλλων και η έκθεση σε χημικές ουσίες που υπάρχουν στο χώρο εργασίας.

Ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο;

Η νόσος εμφανίζεται συχνότερα στους άνδρες από ότι στις γυναίκες, με αναλογία 3:1, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι προσβάλλει ασθενείς μεγαλύτερους σε ηλικία, με τη διάμεση ηλικία κατά τη διάγνωση να είναι τα 73 έτη.

Ποια είναι τα κυριότερα συμπτώματα;

Η εμφάνιση αίματος στα ούρα, αιματουρία, η ακράτεια καθώς και αλλαγές στις συνήθειες της ουροδόχου κύστης, όπως π.χ. συχνουρία, αποτελούν συνήθη συμπτώματα που μπορεί να μαρτυρούν το πρόβλημα. Μάλιστα, η πλειοψηφία των ασθενών, περίπου το 80%, παρουσιάζει μακροσκοπική αιματουρία.

Στο 70% των περιπτώσεων ο ουροθηλιακός καρκίνος διαγιγνώσκεται σε αρχικό στάδιο, ενώ το 5% των ασθενών παρουσιάζει μεταστατική νόσο κατά τη διάγνωση.

Υπάρχει τρόπος αντιμετώπισης;

Ο συνδυασμός χημειοθεραπείας με βάση την πλατίνα αποτελεί την κύρια θεραπευτική αγωγή στην πρώτη γραμμή του μεταστατικού ουροθηλιακού καρκίνου για τους ασθενείς που μπορούν να ανεχτούν τη συγκεκριμένη θεραπεία. Εντούτοις, περίπου 50% των ασθενών εμφανίζουν συννοσηρότητες οι οποίες τους καθιστούν ακατάλληλους να λάβουν χημειοθεραπεία με βάση τη σισπλατίνη ή γενικότερα την πλατίνα. Μέχρι πρόσφατα, για αυτή την ομάδα ασθενών οι θεραπευτικές επιλογές ήταν περιορισμένες.

Ανοσοθεραπεία, ένα νέο όπλο στη μάχη κατά του καρκίνου

Τα τελευταία χρόνια η ανοσοθεραπεία αποτελεί ένα νέο όπλο στη θεραπευτική φαρέτρα των ογκολόγων στη μάχη κατά του καρκίνου. Στον ουροθηλιακό καρκίνο, τα τελευταία δύο χρόνια έχουν εγκριθεί δύο ανοσοθεραπευτικά φάρμακα ως θεραπεία πρώτης γραμμής για ασθενείς με τοπικά προχωρημένο ή μεταστατικό ουροθηλιακό καρκίνο, οι οποίοι είναι ακατάλληλοι για λήψη σισπλατίνης: Η ατεζολιζουμάμπη και η πεμπρολιζουμάμπη. Η έγκριση που έχουν λάβει και τα δύο ανοσοθεραπευτικά φάρμακα στην πρώτη γραμμή αφορά ασθενείς των οποίων οι όγκοι εκφράζουν υψηλά επίπεδα μίας πρωτεϊνης που ονομάζεται συνδέτης του υποδοχέα κυτταρικού θανάτου 1 ή αλλιώς PD-L1.

Ο PD-L1 διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην αναστολή της ανοσολογικής απάντησης έναντι του καρκίνου στο μικροπεριβάλλον του όγκου. Η ατεζολιζουμάμπη είναι ένα μονοκλωνικό αντίσωμα που προσδένεται στην πρωτεϊνη PD-L1 και αναστέλλει τη δράση της, επανενεργοποιώντας την αντικαρκινική ανοσολογική απάντηση, αυξάνοντας έτσι την ικανότητα του ανοσοποιητικού συστήματος να επιτίθεται στα καρκινικά κύτταρα.

Ποιες είναι οι νεότερες εξελίξεις σχετικά με το ζήτημα;

Στο Παγκόσμιο Συνέδριο για τον Καρκίνο της Ουροδόχου Κύστης που πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο στη Μαδρίτη, παρουσιάστηκαν επικαιροποιημένα αποτελέσματα για την πρώτη ομάδα ασθενών της εγκριτικής μελέτης της ατεζολιζουμάμπης IMvigor210, η οποία αποτελεί μία πολυκεντρική, φάσης ΙΙ μελέτη, δύο ομάδων ασθενών. Στην πρώτη ομάδα της μελέτης εντάχθηκαν 119 ασθενείς με τοπικά προχωρημένο ή μεταστατικό ουροθηλιακό καρκίνο οι οποίοι δεν είχαν λάβει άλλη συστηματική θεραπεία και ήταν ακατάλληλοι για λήψη χημειοθεραπείας με βάση την πλατίνα. Με διάμεσο χρόνο παρακολούθησης 29,3 μηνών παρατηρήθηκε ότι στο σύνολο των ασθενών της ομάδας Ι, το 24% ανταποκρίθηκε στη θεραπεία με ατεζολιζουμάμπη, ενώ στο 8% επετεύχθη πλήρης ανταπόκριση. Η διάμεση διάρκεια ανταπόκρισης δεν είχε ακόμη επιτευχθεί τη στιγμή της ανάλυσης των δεδομένων.

Για τους ασθενείς της ομάδας Ι των οποίων οι όγκοι εμφάνιζαν υψηλή έκφραση της πρωτεϊνης PD-L1 (≥ 5% στα ανοσοκύτταρα που διηθούν τον όγκο), παρατηρήθηκε ότι το 28% ανταποκρίθηκε στη θεραπεία με ατεζολιζουμάμπη, στο 13% επετεύχθη πλήρης ανταπόκριση, ενώ οι ανταποκρίσεις ήταν σε εξέλιξη στο 67% των ασθενών τη στιγμής της ανάλυσης των δεδομένων. Η διάμεση διάρκεια ανταπόκρισης στους PD-L1 θετικούς ασθενείς δεν είχε ακόμη επιτευχθεί ενώ η διάμεση συνολική επιβίωση ήταν 12,3 μήνες.

Στην παρούσα φάση είναι σε εξέλιξη και η μελέτη IMvigor130, η οποία αποτελεί μία πολυκεντρική, φάσης ΙΙΙ μελέτη της ατεζολιζουμάμπης, σε ασθενείς με τοπικά προχωρημένο ή μεταστατικό ουροθηλιακό καρκίνο, οι οποίοι δεν έχουν λάβει άλλη συστηματική θεραπεία. Στη μελέτη αυτή συγκρίνεται η μονοθεραπεία με ατεζολιζουμάμπη καθώς και ο συνδυασμός ατεζολιζουμάμπης/χημειοθεραπείας με πλατίνα, με την κλασσική χημειοθεραπεία με πλατίνα. Τα πρώτα αποτελέσματα αυτής της μελέτης αναμένονται μέσα στο 2019.

Όπως έχει φανεί από προηγούμενες αναλύσεις της IMvigor210, η θεραπεία με ατεζολιζουμάμπη είναι καλά ανεκτή με τις συχνότερες ανεπιθύμητες ενέργειες να είναι η κόπωση, η ναυτία, η διάρροια, η μειωμένη όρεξη και το εξάνθημα.