Αυξητική τάση διάδοσης του νέου κοροναϊου μέσα στον Ιούλιο δείχνουν τα σύνθετα εβδομαδιαία δείγματα (αυτά δηλαδή που προκύπτουν από την ανάμειξη όλων των δειγμάτων της εβδομάδας) που αναλύθηκαν από την Ψυττάλεια, με τις δειγματοληψίες να συνεχίζονται και τον Αύγουστο.
Τα δείγματα επιβεβαιώνουν την αύξηση των κρουσμάτων και μπορούν να χρησιμοποιηθούν παράλληλα με τα κλινικά για την παρακολούθηση της νόσου. Αν και οι ειδικοί μέσω της ανάλυσης των δειγμάτων από τα λύματα δεν μπορούν να υπολογίσουν με ακρίβεια τον αριθμό των κρουσμάτων, εντούτοις εκτιμάται πως ο πραγματικός αριθμός των κρουσμάτων ενδέχεται να είναι πολύ μεγαλύτερος από τον επίσημο αριθμό που έχει ανακοινωθεί.
Από τα στοιχεία των αναλύσεων που παραδόθηκαν ήδη στην ΕΥΔΑΠ και τον ΕΟΔΥ από το Εργαστήριο Αναλυτικής Χημείας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (από την ομάδα του καθηγητή Χημείας Νικόλαου Σ. Θωμαΐδη) η εικόνα που σχηματίζεται για την εξάπλωση του κοροναϊού στην Αττική μέσα από την ανάλυση των λυμάτων της Ψυττάλειας είναι η εξής:
– Όλα τα δείγματα που ελήφθησαν τον Μάρτιο και τον Απρίλιο ήταν θετικά (στην ανίχνευση τμημάτων του RNA του ιού), με την κορυφή της διάδοσης στην Αττική να εμφανίζεται στις 25 και 26 Μαρτίου 2020.
– Δεν ανιχνεύτηκε ιικό υλικό στα δείγματα του Μαΐου, πιθανώς διότι ο επιπολασμός (σ.σ.: στην επιδημιολογία ο επιπολασμός είναι η αναλογία ενός συγκεκριμένου πληθυσμού που διαπιστώνεται ότι επηρεάζεται από μια ιατρική κατάσταση) στον πληθυσμό ήταν μικρός και η αραίωση των λυμάτων μεγάλη.
– Δεν ελήφθησαν δείγματα τον Ιούνιο.
Η επιδημιολογία των λυμάτων
Αυτή τη στιγμή, σε όλο τον κόσμο, η επιδημιολογία των λυμάτων χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση της διάδοσης της νόσου. Επιπλέον, κατά τον Νικόλαο Σ. Θωμαΐδη, η επιδημιολογία των λυμάτων έχει χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά στο παρελθόν για την παρακολούθηση και ταυτοποίηση ιών, όπως αυτός της πολιομυελίτιδας και της γαστρεντερίτιδας, βακτηρίων ανθεκτικών σε αντιβιοτικά, παρασιτικών και διαφόρων ασθενειών. Για τον λόγο αυτόν, η ανάλυση των λυμάτων θα μπορούσε να θεωρηθεί μια αποτελεσματική μέθοδος παρακολούθησης του SARS-CoV-2.
Κατά τους ειδικούς, η ανάλυση των λυμάτων παρέχει τη δυνατότητα έγκαιρης ταυτοποίησης της διάδοσης της νόσου σε μια κοινότητα ακόμη και πριν εμφανιστούν τα συμπτώματα στον πληθυσμό και, ταυτόχρονα, παρέχει τη δυνατότητα εξεύρεσης του πραγματικού αριθμού των προσβληθέντων ατόμων (νοσούντων, ασυμπτωματικών και με ήπια συμπτώματα) ενός πληθυσμού από τον κοροναϊό. Και κάτι τέτοιο κρίνεται επιτακτικό δεδομένου ότι μέχρι σήμερα παγκοσμίως τα κλινικά εργαστήρια και νοσοκομεία ελέγχουν μόνο μέρος του πληθυσμού.
Ένα μόνο δείγμα… Ένα μόνο δείγμα λύματος μπορεί να δώσει την πληροφορία για τη μέση διάδοση της νόσου σε χιλιάδες ή εκατομμύρια ανθρώπους, ειδικά σε περιοχές που ο αρχικός έλεγχος των κλινικών δειγμάτων είναι μικρός. Επίσης, το κόστος ελέγχου μερικών δειγμάτων είναι πολύ μικρότερο από το κόστος έλεγχου των κλινικών δειγμάτων όλου του πληθυσμού.
Όπως επισημαίνει ο επικεφαλής της ομάδας που είναι υπεύθυνη για τις αναλύσεις των δειγμάτων από τα λύματα, η συνεχής παρακολούθηση των λυμάτων είναι ένα πολύ σημαντικό εργαλείο ανάλυσης της τάσης εξάπλωσης της επιδημίας και είναι σε θέση να χρησιμοποιηθεί για την έγκαιρη ανίχνευση της έξαρσης της νόσου σε μια περιοχή, να ανιχνεύσει νέες εξάρσεις σε περιοχές όπου δεν έχει γίνει ακόμη κλινικός έλεγχος, και να φανερώνει την εξάπλωση των μολύνσεων σε διάφορες περιοχές της χώρας. Ήδη η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται σε πολλές χώρες του κόσμου και σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση.