Ο Μάρτιος έχει καθιερωθεί ως μήνας πρόληψης & ενημέρωσης για τον καρκίνο του παχέος εντέρου. Ο καρκίνος του παχέος εντέρου αποτελεί, διεθνώς, την τρίτη αιτία θανάτων από κακοήθη νόσο. Ο λόγος είναι ότι οι πολύποδες του εντέρου είναι πολύ συχνό φαινόμενο όσο αυξάνεται η ηλικία, συγκεκριμένα οι μισοί άνθρωποι θα έχουν κάποιον πολύποδα στην ηλικία των 70 ετών.
Οι πολύποδες του παχέος εντέρου είναι συχνό φαινόμενο ιδίως όσο αυξάνεται η ηλικία και αποτελούν το καλόηθες στάδιο πριν την δημιουργία του καρκίνου. Ένας στους τρεις (33% του πληθυσμού) μετά τα 50 έχει κάποιον πολύποδα και αυτό αυξάνεται σε 50% στην ηλικία των 70. Είναι πλέον γνωστό ότι από τους πολύποδες αυτούς κάποιος θα εξελιχθεί σε κακοήθεια, όμως η διαδικασία είναι αρκετά βραδεία ώστε να προλαβαίνουμε με την κολονοσκόπηση να τους ανακαλύπτουμε εγκαίρως και να τους αφαιρούμε. Υπολογίζεται ότι χρειάζονται 5-10 έτη για να εξελιχθεί ο πολύποδας σε καρκίνο οπότε ξεκινώντας την κολονοσκόπηση στην ηλικία των 45-50 ετών και επαναλαμβάνοντας ανά 5 έτη (όταν είναι φυσιολογική), προλαμβάνουμε τη νόσο και αποφεύγουμε την επέμβαση.
Το μέγεθος του πολύποδα, η μορφολογία και η σύσταση του επηρεάζουν την πιθανότητα ύπαρξης ή ανάπτυξης κακοήθειας. Γενικά πολύποδες μικρότεροι από 1 εκατοστό σπάνια κρύβουν κακοήθεια (1,5%), ενώ πάνω από 2 εκ το ποσοστό κακοήθειας είναι σχεδόν 50%. Όταν κατά την κολονοσκόπηση ανευρίσκεται πολύποδας αυτός θα πρέπει να αφαιρείται ριζικά εάν είναι δυνατό από τον γαστρεντερολόγο και να αποστέλλεται για βιοψία. Εφόσον δεν υπάρχει κακοήθεια στη βιοψία και η αφαίρεση είναι ολική δεν χρειάζεται περαιτέρω θεραπεία. Στην περίπτωση κακοήθειας συνιστάται παραπομπή για χειρουργική αντιμετώπιση και συχνά χρειάζεται ο γαστρεντερολόγος να σημειώσει με ειδική χρωστική το σημείο που βρισκόταν ο πολύποδας ώστε να μπορεί να το εντοπίσει ο χειρουργός κατά την επέμβαση. Πρέπει πάντα να γίνεται προσπάθεια να αφαιρείται ακέραιος ο πολύποδας και όχι σε κομμάτια. Γενικά ο γαστρεντερολόγος μπορεί να αφαιρέσει την μεγάλη πλειοψηφία των μικρών πολυπόδων και μόνο λίγες περιπτώσεις καταλήγουν στον χειρουργό είτε διότι δεν μπορεί να αφαιρεθεί ενδοσκοπικά (μεγάλο μέγεθος, δύσκολη θέση ή άλλοι τεχνικοί λόγοι) είτε γιατί στην βιοψία υπάρχει κακοήθεια ή υψηλόβαθμη δυσπλασία.
Ο καρκίνος του παχέος εντέρου αποτελεί την τρίτη συχνότερη κακοήθη νόσο τόσο στους άντρες (μετά τον πνεύμονα και τον προστάτη) όσο και στις γυναίκες (πνεύμονας, μαστός). Η συνήθης ηλικία εμφάνισης του με εξαίρεση τις κληρονομικές μορφές είναι μετά το 50 έτος. Τα μισά περιστατικά καρκίνου του παχέος εντέρου εντοπίζονται στο ορθό και το σιγμοειδές καθώς εκεί έχουμε την μεγαλύτερη παραμονή των τοξικών απόβλητων του οργανισμού. Ο καρκίνος του παχέος εντέρου έχει καλή πρόγνωση αν αντιμετωπιστεί έγκαιρα και σωστά και μπορούμε να πετύχουμε πολύ υψηλά ποσοστά ίασης στα αρχικά στάδια. Το σημαντικότερο θεραπευτικό βήμα στην όλη θεραπεία είναι η ριζική και σωστή χειρουργική αντιμετώπιση.
Δυστυχώς σε αρκετές περιπτώσεις ο καρκίνος του παχέος εντέρου (όπως και οι πολύποδες) δεν συνοδεύεται από ορατά συμπτώματα. Όταν όμως υπάρχουν, αυτά μπορεί να είναι: αλλαγή στην κινητικότητα του εντέρου (ανεξήγητη διάρροια ή δυσκοιλιότητα), απώλεια βάρους, αγνώστου αιτιολογίας, αιμορραγίες από το ορθό ή αίμα στα κόπρανα και κοιλιακό άλγος ή κράμπες.
Οι συστάσεις από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας είναι:
Μειωμένη κατανάλωση ζωικού λίπους (<20% των λαμβανομένων θερμίδων).
Καθημερινή διατροφή με ικανή ποσότητα φρέσκων λαχανικών και φρούτων, ψωμιού ολικής αλέσεως, δημητριακών, οσπρίων, ελαιολάδου, γαλακτομικών προϊόντων.
Φυσική άσκηση
Να αποφεύγονται η παχυσαρκία, το κάπνισμα και η κατάχρηση οινοπνευματωδών.
Έχει αποδειχθεί ότι 2 από τα 3 περιστατικά καρκίνου του παχέος εντέρου μπορούν να προληφθούν με αλλαγές στη διατροφή, αποφυγή του καπνίσματος & φυσική άσκηση.
Επίσης, όπως προαναφέραμε σε άτομα άνω των 50ετών, χωρίς συμπτώματα και οικογενειακό ιστορικό, συνιστάται ενδοσκοπικός έλεγχος με κολονοσκόπηση κάθε πέντε ή δέκα χρόνια, αναλόγως των ευρημάτων. Οι ασθενείς με επιβαρυμένο ατομικό ή οικογενειακό ιστορικό για τη νόσο θα πρέπει να ακολουθούν ειδική παρακολούθηση με τακτικό έλεγχο 10 χρόνια νωρίτερα (δηλ. από την ηλικία των 40 ετών).
Σχετικά άρθρα στο LIFE2DAY.GR