Σεξουαλική Υγεία

Βιασμός Metoo: Παράγοντες που συνθέτουν ένα βιαστή

Βιασμός Metoo: Παράγοντες που συνθέτουν ένα βιαστή
Τέλος, προκύπτει ότι αξίζει να αναπτύσσεται και να προωθείται από την οικογένεια και την κοινωνία η αξία των συναισθημάτων και της ενσυναίσθησης.

Your browser does not support the video tag. https://grx-obj.adman.gr/grx/creatives/sanofi/20876/better-understanding-insulin.mp4

4+2 παράγοντες του βιασμού

Είναι γεγονός ότι, παρά την «κεκτημένη» ισότητα μεταξύ των δύο φύλων, την τελευταία δεκαετία έχει απασχολήσει την παγκόσμια κοινότητα το θέμα της σεξουαλικής κακοποίησης, με αποτέλεσμα τη δημιουργία του παγκόσμιου κινήματος «me too». Από τη Μαρία Μπεκατώρου έως και την πρόσφατη εμπειρία της Γεωργίας Μπίκα αποδεικνύεται η έντονη παρουσία της καταχρηστικής-παραβατικής σεξουαλικότητας τόσο κοντά μας, κάνοντάς την ένα ζήτημα που μας αφορά. Σε αυτό το άρθρο επιδιώκεται η ανάλυση των παραγόντων που συνθέτουν έναν βιαστή. Ποια είναι τα κίνητρα; Πού εντοπίζονται τα βασικά προβλήματα; Ποια είναι η ευθύνη της οικογένειας; Ποιος είναι ο ρόλος της αποδοχής;


Σωματική Σεξουαλική Διέγερση

Σε αυτήν την περίπτωση αλληλεπιδρούν τόσο φυσιολογικοί, όσο και ψυχολογικοί παράγοντες. Πιο αναλυτικά, φαίνεται ότι τα υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης συνδέονται με την έντονη σεξουαλική διάθεση, αλλά και με την εχθρότητα και την επιθετική συμπεριφορά.

Προσοχή!

Η υψηλή σεξουαλική διέγερση -λόγω του πλεονάσματος τεστοστερόνης ή/και ψυχολογικών αιτιών- δεν μπορεί να αποτελέσει επαρκές αίτιο για την τέλεση βιασμού, όμως αποκτά τα επιθετικά, κακοποιητικά και παραβατικά της χαρακτηριστικά, όταν αλληλεπιδρά με συναισθηματική ή/και γνωστική δυσλειτουργικότητα. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι σε αυτές τις περιπτώσεις η διέγερση αποτελεί προϊόν αποκλινουσών σεξουαλικών ορμών και φαντασιώσεων.

Μάλιστα, σύμφωνα με μελέτες, τα ερεθίσματα, που προβάλλουν το αίσθημα του εξαναγκασμού του θύματος στη σεξουαλική πράξη, προκαλούν την εντονότερη διέγερση σε δράστες βιασμού. Ωστόσο να τονιστεί ότι ακόμη και αυτή, η περιβαλλόμενη από επιθετικότητα, τάση για σεξουαλική διέγερση δεν είναι επαρκής αιτία για την τέλεση σεξουαλικών κακουργημάτων.

Έλλειψη Συναισθηματικού Ελέγχου

Αυτός ο παράγοντας περιγράφει την ανικανότητα του δράστη να διαχειριστεί με θετικό τρόπο την αρνητική συναισθηματική του κατάσταση – κυρίως όσον αφορά συναισθήματα που συνδέονται άμεσα κι έμμεσα με την επιθετικότητα και τον θυμό, όπως για παράδειγμα το άγχος. Το άτομο παρασύρεται απόλυτα από τα συναισθήματά του και καταφεύγει εν βρασμώ σε βίαιες σεξουαλικές πράξεις.

Να σημειωθεί ότι αυτού του τύπου τα σεξουαλικά κακουργήματα συναντώνται συχνότερα εντός του γάμου ή της σχέσης (τιμωρητικός βιασμός).

Πρόκειται για τον «οργισμένο» τύπο βιαστή, ο οποίος χρησιμοποιεί και μεταλλάσσει την σεξουαλικότητα σε εχθρική ενέργεια κι έκφραση οργής…

Ωστόσο, θα πρέπει να τονιστεί ότι ο θυμός δεν μπορεί να θεωρηθεί σε καμία περίπτωση ούτε αναγκαίο ούτε επαρκές συστατικό για τα περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης.

Τα ανεξέλεγκτα αρνητικά συναισθήματα μπορούν είτε να λειτουργήσουν επαυξητικά, επιδεινώνοντας τις συνθήκες της σεξουαλικής κακοποίησης, είτε συνδυαστικά με άλλους βασικούς παράγοντες (βλ. επόμενες παραγράφους) και να οδηγήσουν στην τέλεση βισμού.

Δυσλειτουργική Γνωστική Αξιολόγηση

Σε αντίθεση με τους παραπάνω παράγοντες, η δυσλειτουργική γνωστική αξιολόγηση θεωρείται συχνά ως επαρκής αιτιολογία για την τέλεση βιασμού. Συγκεκριμένα, πρόκειται για την αδυναμία του θύτη να ερμηνεύσει και να αξιολογήσει τη στάση τόσο του ιδίου, όσο και του θύματος ( «Το ήθελε», «Το έπαιζε δύσκολη»).

Ο δράστης δεν αντιλαμβάνεται την συμπεριφορά του ως κακοποιητική και λανθασμένη, με αποτέλεσμα να μην αισθάνεται τον δεοντολογικό και ηθικό λόγο να την ελέγξει και να την παύσει. Μάλιστα, σε καταθέσεις τους οι δράστες εξηγούν τις πράξεις τους μεταθέτοντας την ευθύνη στο θύμα, με την ειλικρινή πεποίθηση ότι εκείνο το προκάλεσε, ή στηρίζουν την επιθετική τους στάση ως μια συμπεριφορά που αξίζει στο θύμα.

Ακόμη, πολλοί βιαστές αυτού του τύπου πιστεύουν πως οι γυναίκες αρέσκονται να βιώνουν κυριαρχική ή/και σαδιστική συμπεριφορά κατά τη σεξουαλική πράξη, κι άρα νιώθουν ότι απλώς ανταποκρίνονται. Οι γνωστικές στρεβλώσεις αυτών των ατόμων δεν αφορούν μόνο τον εαυτό τους και το θύμα, αλλά και την κοινωνία, καθώς θεωρούν τις πράξεις του αποδεκτές και ηθικές.

Τα γνωστικά σχήματα που χρησιμοποιούν για να ερμηνεύσουν τον κόσμο είναι ανίκανα να κρίνουν την κακοποιητική τους σεξουαλικότητα ως βιασμό οδηγώντας αυτού του τύπου τα άτομα σε αποκλίνουσες και παραβατικές συμπεριφορές.

Διαταραχές προσωπικότητας

Και αυτός ο παράγοντας δεν είναι επαρκής για την τέλεση βιασμού, όμως σε αλληλεπίδραση με έναν ή περισσότερους από τους παραπάνω οδηγεί στην παραβατική σεξουαλικότητα. Η επικρατέστερη διαταραχή προσωπικότητας, που σχετίζεται με σεξουαλικά κακουργήματα, είναι ο «αντικοινωνικός» τύπος προσωπικότητας.

Συγκεκριμένα, πρόκειται για άτομα με έλλειψη ενσυναίσθησης ως προς τα συναισθήματα και τα δικαιώματα των θυμάτων, ενώ η γενική συναισθηματική αποσύνδεση, που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη διαταραχή, απαλλάσσει τον θύτη από συναισθήματα ενοχής. Συνήθως τα άτομα με αντικοινωνική προσωπικότητα φέρουν πρώιμο ποινικό ιστορικό μη σχετιζόμενο με σεξουαλικά εγκλήματα, πρόκειται δηλαδή για γενικευμένα παραβατικές προσωπικότητες.

Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτά τα άτομα συνήθως έχουν ιστορικό σεξουαλικής κακοποίησης, γονεϊκής βίας, συναισθηματικής και σωματικής κακοποίησης σε πρώιμες ηλικίες, ακόμη κι εμπειρίες βίας ενάντια στα ζώα.

Τέλος, συχνά στα περιστατικά σεξουαλικής παραβατικότητας συναντάται συννοσηρότητα με καταχρήσεις ουσιών, άλλες ψυχικές διαταραχές και παραφιλία.

Ψυχοδυναμική προσέγγιση: Ο «εξουσιαστικός» βιαστής και η ανεπάρκεια

Ο θύτης συχνά εμφανίζεται να νιώθει ανεπαρκής, συνήθως εξαιτίας σεξουαλικής ανεπάρκειας (συχνά τα αίτια εντοπίζονται στο τρίτο στάδιο της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης, κατά το οιδιπόδειο σύμπλεγμα), του απωθημένου συμπλέγματος ευνουχισμού ή/και της αδυναμίας έναντι ενός ισχυρού γυναικείου προτύπου (μητέρα).

Αφετέρου, αλληλεπιδραστικά με τις κοινωνικές επιταγές για έναν ισχυρό και δυναμικό άντρα προκύπτει η ανάγκη απόδειξης αυτής της στερεοτυπικής αρρενωπότητας.

Πρόκειται, λοιπόν, για τον «εξουσιαστικό» τύπο βιαστή, ο οποίος χρησιμοποιεί τη σεξουαλικότητα ως έκφραση και απόδειξη κυριαρχίας. Να τονιστεί ότι ο δράστης συχνά αναζητά άτομα σε ευάλωτη θέση (συναισθηματικά, οικονομικά, κοινωνικά, κτλ.), ώστε να μπορέσει να εξασφαλίσει ότι θα ικανοποιηθεί η ανάγκη του για δύναμη, κυριαρχία κι έλεγχο.

Αξίζει να αναφερθεί ότι εδώ ο βιασμός δεν έχει ως κίνητρο την σεξουαλική ικανοποίηση, παρά είναι μία σαδιστική πράξη που έχει ως στόχο να ταπεινώσει, να εξευτελίσει και να κάνει το θύμα να υποφέρει.

Η σεξουαλική ικανοποίηση έρχεται για τον δράστη όταν νιώσει τον απόλυτο έλεγχο και την κυριαρχία που ασκεί στο θύμα κατά την κακοποιητική διαδικασία. Όπως φαίνεται σε αυτή την περίπτωση, η υποτίμηση του θύματος είναι προϊόν προβολικής ταύτισης, καθώς μέσω αυτής εκφράζεται η ίδια η υποτίμηση του θύτη (της οικογένειάς του, της κοινωνίας) προς τον εαυτό του.

Μισογυνισμός

Ανεξάρτητα ή αλληλεπιδραστικά με όσα αναφέρθηκαν, με τον βιασμό σχετίζεται το συνειδητό είτε ασυνείδητο έντονο μίσος του βιαστή προς τις γυναίκες. Συγκεκριμένα, προέρχεται από μητέρες που καλλιεργούν στάσεις κι ένστικτα μισογυνισμού.

Τις περισσότερες φορές, μάλιστα, τέτοια σχήματα μίσους είναι αποτέλεσμα σκληρότητας ή/και κακοποιητικής συμπεριφοράς της μητέρας, είτε της «αμφιβόλου ηθικής» ή της «κακής της φήμης», τα οποία δημιουργούν μία αποτρεπτική και απειλητική εικόνα έναντι του γυναικείου συμβόλου, λόγω του έμφυτου φόβου των ανδρών -ως αποτέλεσμα της εξελικτικής διαδικασίας-, μήπως απατηθούν και λοιδορηθούν.

Το μίσος στη μητέρα ως παιδί μεταφέρεται στην ενήλικη ζωή ως μίσος έναντι των γυναικών.

Τα χαρακτηριστικά της ματαιωτικής-κακοποιητικής μητέρας προβάλλονται ασυνείδητα στις γυναίκες, γεγονός που εξουδετερώνει τις ενοχές του θύτη και του δημιουργούν την πεποίθηση ότι αξίζει στα θύματα να τιμωρηθούν.

Σύγχρονος τρόπος ζωής Vs αποδοχή

Σε αυτό το σημείο υπερτονίζεται η αξία της ανατροφής αυτής καθαυτής και των συνθηκών της. Ιδιαίτερη σημασία έχει η σχέση της μητέρας με το παιδί, όσο και η στάση της εντός του γονεϊκού ζεύγους (αλληλεπίδραση γυναικείου και ανδρικού προτύπου).

Μία μητέρα – «πλήγμα» για το αγόρι της εκκολάπτει τη σαδιστική του ιδιότητα.

Μάλιστα, ο σύγχρονος τρόπος ζωής (υψηλή έκθεση σε εικονική βία, υπερβολική και πρώιμη έκθεση σε πορνογραφικό υλικό, συνεχής σύγκριση πλούτου, κύρους, κτλ.) τείνει να αποκολλά την σεξουαλικότητα από τον συναισθηματισμό και να την συνδέει με τη βία και την αξιολόγηση της αρρενωπότητας (π.χ. σύγκριση του πλούτου, των σεξουαλικών επιδόσεων, κτλ.).

Αξιοσημείωτο είναι να αναφερθεί ότι η αρρενωπότητα είναι τόσο εξελικτικά, όσο και στερεοτυπικά κοινωνικά άμεσα συνδεδεμένη με την κοινωνικοοικονομική κατάσταση και την πρόσβαση σε ερωτικές συντρόφους.

Έτσι, ενισχύεται η ανάγκη απόδειξης της στερεοτυπικά δοσμένης ισχυρής αρρενωπότητας («τοξική αρρενωπότητα»), κάνοντας τα φαινόμενα βιασμού συχνό φαινόμενο, παρά την επικράτηση της ισότητας μεταξύ των φύλων.

Τέλος, προκύπτει ότι αξίζει να αναπτύσσεται και να προωθείται από την οικογένεια και την κοινωνία η αξία των συναισθημάτων και της ενσυναίσθησης.

Έτσι, δημιουργούνται συναισθηματικά ώριμοι άνδρες και γυναίκες, ικανοί να διαχειριστούν τα εσωτερικά τους πλήγματα με σεβασμό και χωρίς καταστροφικές επιπτώσεις για τους ανθρώπους που αλληλεπιδρούν.