Σεξουαλική Υγεία

Τρανς ταυτότητα σε ανηλίκους: Αξιολόγηση αναστολέων της εφηβείας & διασταυρούμενων ορμονών του φύλου

Τρανς ταυτότητα σε ανηλίκους: Αξιολόγηση αναστολέων της εφηβείας & διασταυρούμενων ορμονών του φύλου
Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι μελέτες παρατήρησαν μεμονωμένες, μη ειδικές βελτιώσεις στο άγχος και την κατάθλιψη, καθώς και μια τάση προς χαμηλότερη αυτοκτονία, αλλά δεν μπορούσαν να αποδώσουν σαφώς αυτές τις επιδράσεις στις λαμβανόμενες ορμόνες. Συνολικά, οι συγγραφείς δεν μπόρεσαν να βρουν κάτι νέο ή αξιόπιστο. Οι περισσότερες από τις διαθέσιμες μελέτες έχουν παρατηρητικό χαρακτήρα, πολλές από τις οποίες έχουν μεθοδολογικές ελλείψεις.

Your browser does not support the video tag. https://grx-obj.adman.gr/grx/creatives/sanofi/20876/better-understanding-insulin.mp4

Τρανς ταυτότητα σε ανηλίκους: Στη Δυτική Ευρώπη, ο αριθμός των παιδιών και των εφήβων που δεν ταυτίζονται με το φύλο τους που αξιολογήθηκε κατά τη γέννηση και ως εκ τούτου αναζητούν βοήθεια αυξάνεται ραγδαία. Μια επικαιροποιημένη συστηματική ανασκόπηση που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο Περιοδικό παιδικής και εφηβικής ψυχιατρικής και ψυχοθεραπείας αξιολογεί τα τρέχοντα στοιχεία σχετικά με τη χρήση αναστολέων της εφηβείας και ορμονών διασταυρούμενου φύλου σε ανηλίκους με δυσφορία φύλου ως ανεπαρκή, τονίζει λοιπόν την ιδιαίτερη σημασία των ψυχολογικών και ψυχοθεραπευτικών παρεμβάσεων για αυτήν την ευάλωτη ομάδα.


Στην ιατρική και την ψυχολογία ο όρος δυσφορία φύλου χρησιμοποιείται όταν ένα άτομο δεν ταυτίζεται με το φύλο που εκτιμήθηκε κατά τη γέννηση και πάσχει σημαντικά από τη συγκεκριμένη κατάσταση. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες η συνειδητοποίηση αυτού του φαινομένου έχει αυξηθεί σημαντικά τόσο στους επαγγελματίες όσο και στο ευρύ κοινό. Δεδομένης αυτής της αύξησης της ευαισθητοποίησης σχετικά με αυτό το συγκεκριμένο φαινόμενο, είναι δύσκολο επί του παρόντος να παρασχεθούν έγκυρα στοιχεία σχετικά με τον πραγματικό επιπολασμό της ασυμφωνίας μεταξύ των φύλων στους ανηλίκους. Ακόμη και παιδιά και έφηβοι μπορεί να επηρεαστούν και να αναζητήσουν βοήθεια μαζί με τις οικογένειές τους. Αυτοί που επηρεάζονται συχνά αντιλαμβάνονται τις αναπτυξιακές και σωματικές αλλαγές που συμβαίνουν κατά την εφηβεία ως απειλητικές. Η πιθανότητα διακοπής της φυσιολογικής εφηβείας με τη χρήση φαρμάκων θεωρείται από ορισμένους ως ένας τρόπος για να κερδίσουν χρόνο για να βρουν την ταυτότητά τους και να μειώσουν το αντιληπτό βάρος τους. Ωστόσο, η παρεμπόδιση της εφηβείας με αυτόν τον συγκεκριμένο τρόπο αντιπροσωπεύει μια σημαντική ιατρική παρέμβαση όσον αφορά την ανάπτυξη σωματικά υγιών ανηλίκων. Αυτό συμβαίνει επειδή η παρεμπόδιση της εφηβείας μπορεί επίσης να επιβραδύνει σχετικά την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των νέων καθώς οι συνομήλικοι συνεχίζουν να περνούν τη δική τους εφηβεία και τις σχετικές σωματικές, γνωστικές, κοινωνικές και ψυχολογικές αλλαγές.

Σε ποιο βαθμό ο αποκλεισμός της εφηβείας μπορεί να είναι πλήρως ή και μερικώς αναστρέψιμος όταν διακόπτονται τέτοια φάρμακα δεν έχει ακόμη ερευνηθεί επαρκώς. Εκείνοι που επιλέγουν αναστολείς της εφηβείας συχνά κάνουν επίσης το επόμενο βήμα όσον αφορά τη χρήση των λεγόμενων ορμονών διασταυρούμενου φύλου. Αυτό συνεπάγεται τη χρήση τεστοστερόνης ή οιστρογόνου με στόχο την αλλαγή της φυσικής εμφάνισης όσον αφορά τον ανδρισμό ή τη θηλυκοποίηση, αντίστοιχα, δηλαδή μια αλλαγή στη φυσική εμφάνιση προς το αντιληπτό φύλο. Η χορήγηση διασταυρούμενων σεξουαλικών ορμονών μετά τη χρήση αναστολέων της εφηβείας ενέχει σημαντικό κίνδυνο υπογονιμότητας. Η ιατρική και ψυχολογική υποστήριξη αυτών των ανηλίκων συνοδεύεται λοιπόν από πολλές προκλήσεις. “Συνολικά, εξακολουθούμε να γνωρίζουμε πολύ λίγα για την ανάπτυξη ανηλίκων που έλαβαν αναστολείς της εφηβείας ή διασταυρούμενες ορμόνες λόγω της δυσφορίας του φύλου τους. Πρέπει να ληφθούν υπόψη πολλές διαφορετικές πτυχές και επί του παρόντος υπάρχει σημαντική έλλειψη σταθερών μακροπρόθεσμων δεδομένων», λέει ο καθηγητής Δρ Florian Zepf από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Jena. Μαζί με συγγραφείς από τη Δρέσδη, το Μπόχουμ και το Μάνχαϊμ, ο Διευθυντής του Τμήματος Παιδικής και Εφηβικής Ψυχιατρικής, Ψυχοσωματικής και Ψυχοθεραπείας της Jena ενημέρωσε δύο συστηματικές ανασκοπήσεις που δημοσιεύθηκαν από το Εθνικό Ινστιτούτο Αριστείας Υγείας και Φροντίδας (NICE) το 2020. Εξετάστηκαν μόνο δοκιμές που πληρούσαν ορισμένα και καθιερωμένα επιστημονικά κριτήρια ποιότητας: Οι μελέτες που απαιτούνταν για τη διερεύνηση των αναστολέων της εφηβείας ή της χορήγησης διασταυρούμενης σεξουαλικής ορμόνης ειδικά σε ανήλικους με δυσφορία φύλου, έπρεπε να συγκρίνουν τα αποτελέσματα αυτών των παρεμβάσεων με μια κατάσταση ελέγχου και τα αποτελέσματα έπρεπε να είναι τα αποτελέσματα αυτών των παρεμβάσεων στη δυσφορία του φύλου και σε πτυχές της ψυχικής υγείας.

Το αποτέλεσμα της πρόσφατα διεξαχθείσας ενημερωμένης συστηματικής αναζήτησης βιβλιογραφίας: Όσον αφορά τη χρήση αναστολέων της εφηβείας σε ανηλίκους με δυσφορία φύλου, δεν ανιχνεύθηκε ούτε μία νέα μελέτη με ελάχιστα κλινικο-επιστημονικά ποιοτικά χαρακτηριστικά. Εννέα μελέτες που είχαν ήδη εξεταστεί από το Εθνικό Ινστιτούτο Αριστείας Υγείας και Φροντίδας NICE το 2020 δεν ανέφεραν σαφείς, τυποποιημένες και αντικειμενικά καταγεγραμμένες θετικές επιπτώσεις αυτής της συγκεκριμένης παρέμβασης. Μόνο δύο πρόσφατες μελέτες με τα απαιτούμενα πρότυπα προστέθηκαν στη λίστα των μελετών ορμονών διασταυρούμενου φύλου, όπως συζητήθηκε από το Εθνικό Ινστιτούτο Αριστείας Υγείας και Φροντίδας NICE το 2020. Ωστόσο, αυτές οι νέες μελέτες περιελάμβαναν μόνο βιολογικά θηλυκές ανήλικες που λάμβαναν τεστοστερόνη. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι μελέτες παρατήρησαν μεμονωμένες, μη ειδικές βελτιώσεις στο άγχος και την κατάθλιψη, καθώς και μια τάση προς χαμηλότερη αυτοκτονία, αλλά δεν μπορούσαν να αποδώσουν σαφώς αυτές τις επιδράσεις στις λαμβανόμενες ορμόνες. Συνολικά, οι συγγραφείς δεν μπόρεσαν να βρουν κάτι νέο ή αξιόπιστο. Οι περισσότερες από τις διαθέσιμες μελέτες έχουν παρατηρητικό χαρακτήρα, πολλές από τις οποίες έχουν μεθοδολογικές ελλείψεις.

“Η κατάσταση της μελέτης σχετικά με τους αναστολείς της εφηβείας και τις διασταυρούμενες ορμόνες σε ανήλικους με δυσφορία φύλου είναι πολύ περιορισμένη αυτή τη στιγμή και βασίζεται σε πολύ λίγες μελέτες με ανεπαρκή μεθοδολογία και ποιότητα. Άρα, επί του παρόντος, η συνολική εμπιστοσύνη στην κλινικο-επιστημονική βεβαιότητα αυτών των αποτελεσμάτων είναι χαμηλή. Προς το παρόν λείπουν σαφείς και πειστικές ελεγχόμενες μακροχρόνιες μελέτες», λέει ο πρώτος συγγραφέας Zepf. Οι μακροπρόθεσμοι κίνδυνοι των αναστολέων της εφηβείας και των ορμονών διασταυρούμενων φύλων είναι επομένως ασαφείς. Ωστόσο, υπάρχει έλλειψη αξιόπιστων στοιχείων ότι οι αντίστοιχες ιατρικές παρεμβάσεις οδηγούν στην πραγματικότητα στα επιθυμητά αποτελέσματα. Ο Zepf δηλώνει: “Προς το παρόν, δεν υπάρχουν αρκετά και επαρκή στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι αναστολείς της εφηβείας και οι ορμόνες του διασταυρούμενου φύλου μπορούν σαφώς να χρησιμοποιηθούν με ασφάλεια και να βελτιώσουν σημαντικά τη δυσφορία του φύλου και την ψυχική υγεία σε προσβεβλημένους ανηλίκους με την πάροδο του χρόνου”. Εξαιτίας αυτού, οι συγγραφείς τονίζουν την ιδιαίτερη σημασία της ψυχολογικής και ψυχοθεραπευτικής υποστήριξης για τα επηρεαζόμενα άτομα. Αυτό ισχύει και για τη διάγνωση οποιωνδήποτε πιθανών συνοδών διαταραχών ψυχικής υγείας, οι οποίες θα πρέπει να διαγνωστούν και να αντιμετωπιστούν εάν εμφανιστούν. “Οι ψυχολογικές και ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις έχουν επίσης ιδιαίτερη σημασία. Ωστόσο, τέτοιες παρεμβάσεις δεν πρέπει ρητά να θεωρούνται ως θεραπεία μετατροπής με στόχο τη συμφιλίωση με το βιολογικό φύλο”, τονίζει ο τελευταίος συγγραφέας καθ. Δρ. Μάρτιν Χόλτμαν από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο LWL στο Χαμμ. Αντίθετα, στόχος είναι να μειωθεί η ατομική ταλαιπωρία και το βάρος των προσβεβλημένων ατόμων. «Εάν, μετά από μια προσεκτική και πολύ αυστηρή ατομική κατά περίπτωση αξιολόγηση, μαζί με τους προσβεβλημένους εφήβους και τους γονείς τους, ληφθεί η απόφαση να χρησιμοποιηθούν αναστολείς της εφηβείας ή ορμόνες διασταυρούμενων φύλων», προσθέτει ο Holtmann, «τότε αυτό θα πρέπει να γίνει, ει δυνατόν, στο πλαίσιο κλινικών μελετών, ώστε να μπορέσουμε να βελτιώσουμε τις κλινικές γνώσεις σχετικά με την επί του παρόντος αμφισβητήσιμη αποτελεσματικότητα και τους κινδύνους αυτών των συγκεκριμένων παρεμβάσεων».