Μια πρόσφατη μελέτη αμφισβητεί τη γενικά αποδεκτή άποψη ότι τα καθημερινά επίπεδα τεστοστερόνης επηρεάζουν άμεσα τη λίμπιντο των ανδρών. Για χρόνια, η τεστοστερόνη θεωρείται καθοριστικός παράγοντας για την ερωτική διάθεση, με την πεποίθηση ότι υψηλότερα επίπεδα τεστοστερόνης σημαίνουν ισχυρότερη σεξουαλική επιθυμία. Ωστόσο, τα αποτελέσματα αυτής της νέας έρευνας δείχνουν ότι η σχέση μεταξύ τεστοστερόνης και λίμπιντο είναι πιο περίπλοκη από ό,τι πιστεύαμε.
Η μελέτη αυτή, η οποία πραγματοποιήθηκε από ομάδα ερευνητών, εξέτασε τα καθημερινά επίπεδα τεστοστερόνης σε μια ομάδα ανδρών και τα συνέκρινε με τις αναφερόμενες αλλαγές στη λίμπιντο τους κατά τη διάρκεια μιας καθορισμένης χρονικής περιόδου. Τα αποτελέσματα ήταν αναπάντεχα: δεν βρέθηκε κάποια σημαντική συσχέτιση μεταξύ των διακυμάνσεων των επιπέδων τεστοστερόνης και της λίμπιντο. Με άλλα λόγια, η καθημερινή μεταβολή των επιπέδων της τεστοστερόνης δεν φαινόταν να επηρεάζει τη σεξουαλική διάθεση των ανδρών με κάποιον προβλέψιμο τρόπο.
Αυτό το εύρημα ενισχύει τη θεωρία ότι η λίμπιντο επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, οι οποίοι συχνά είναι ψυχολογικοί, συναισθηματικοί ή κοινωνικοί, και όχι μόνο ορμονικοί. Οι ειδικοί υπογραμμίζουν ότι η τεστοστερόνη είναι σημαντική για την ερωτική υγεία, αλλά δεν είναι ο μόνος παράγοντας που επηρεάζει τη λίμπιντο. Κάποιοι άλλοι παράγοντες, όπως η ποιότητα των σχέσεων, το άγχος, η ψυχική υγεία και η γενική ευημερία, παίζουν εξίσου ή και σημαντικότερο ρόλο στη σεξουαλική επιθυμία.
Η μελέτη αυτή αναδεικνύει επίσης την ανάγκη να κατανοήσουμε τη σεξουαλική υγεία με μια πιο ολιστική προσέγγιση. Τα επίπεδα τεστοστερόνης είναι δυνατόν να μεταβάλλονται κατά τη διάρκεια της ημέρας και επηρεάζονται από παράγοντες όπως η διατροφή, η σωματική δραστηριότητα, ο ύπνος και η διάθεση, ωστόσο, αυτές οι αλλαγές δεν ευθυγραμμίζονται πάντα με τις διακυμάνσεις στη λίμπιντο.
Αυτή η έρευνα θέτει σε αμφισβήτηση τη συνηθισμένη αντίληψη ότι η τεστοστερόνη είναι το κλειδί για τη λίμπιντο και καλεί σε μια πιο εμπεριστατωμένη προσέγγιση στην αντιμετώπιση της ανδρικής σεξουαλικής υγείας. Όσο σημαντική κι αν είναι η ρύθμιση των ορμονών, η συνολική ευημερία, η ψυχολογική κατάσταση και η ποιότητα της σχέσης φαίνεται ότι παίζουν πολύ σημαντικότερο ρόλο από ό,τι έχουμε υποθέσει μέχρι σήμερα.