Ο σεξουαλικός ναρκισσισμός είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει ανθρώπους οι οποίοι έχουν μια εξιδανικευμένη, μη ρεαλιστική εικόνα για τη σεξουαλικότητά τους. Συνήθως αισθάνονται ότι έχουν μεγαλύτερη σεξουαλική επιθυμία ή είναι πιο επιδέξιοι στο σεξ σε σύγκριση με τους άλλους ανθρώπους.
Μερικά τυπικά χαρακτηριστικά των σεξουαλικών ναρκισσιστών είναι τα εξής:
Έλλειψη οικειότητας. Οι σεξουαλικοί ναρκισσιστές θέτουν πρώτα τις δικές τους σωματικές ανάγκες και δεν επιδιώκουν να συνδεθούν συναισθηματικά με τους/τις συντρόφους τους. Επιπλέον, η σεξουαλική πράξη είναι γι’ αυτούς πιο σημαντική από τις ανάγκες, τις επιθυμίες ή τις ανησυχίες του/της συντρόφου τους.
Μεγάλες προσδοκίες. Περιμένουν από τους/τις συντρόφους τους να συμμετέχουν σε δύσκολες σεξουαλικές δραστηριότητες, καθώς και ότι θα τους ακολουθήσουν στις παρορμήσεις τους. Όταν όμως δεν εκπληρώνονται οι προσδοκίες τους, εκφοβίζουν, ενοχοποιούν ή φέρονται βίαια στον/στη σύντροφό τους.
Αίσθημα ανωτερότητας. Συχνά υποτιμούν και κατακρίνουν τους/τις συντρόφους τους για να αυξήσουν τη δική τους αυτοπεποίθηση.
Ευαισθησία στην κριτική και τη σύγκριση. Οι σεξουαλικοί ναρκισσιστές νιώθουν έντονη δυσαρέσκεια εάν διαπιστώσουν ότι άλλοι άνθρωποι κάνουν περισσότερο – ή καλύτερο – σεξ από τους ίδιους.
Απιστία και σεξουαλική εξάρτηση. Μελέτες έχουν δείξει ότι οι σεξουαλικοί ναρκισσιστές έχουν περισσότερες πιθανότητες να είναι άπιστοι και είναι πιο επιρρεπείς στις σεξουαλικές εξαρτήσεις.