Η λοιμώδης μονοπυρήνωση, που πλήττει κυρίως τους νέους, είναι γνωστή σαν ασθένεια του φιλιού. Η ονομασία αυτή προκύπτει από το γεγονός πως ο ιός Epstein Barr που προκαλεί την λοιμώδη μονοπυρήνωση μεταδίδεται με το σάλιο.
Η περίοδος επώασης του ιού της λοιμώδους μονοπυρήνωσης διαρκεί από 4 έως 8 εβδομάδες και ο ασθενής με λοιμώδη μονοπυρήνωση μπορεί να μολύνει και άλλα άτομα πριν εμφανίσει τα πρώτα συμπτώματα. Τα προειδοποιητικά συμπτώματα της λοιμώδους μονοπυρήνωσης περιλαμβάνουν καταβολή, φαρυγγαλγία (πόνος στο λαιμό), δυσκολία στην κατάποση και λεμφαδενίτιδα (διόγκωση των λεμφαδένων). Σε μικρότερο ποσοστό εμφανίζονται κεφαλαλγίες και δερματικά εξανθήματα διάχυτα στο σώμα. Η κλινική πρακτική και η εμπειρία επιβεβαιώνουν ότι τα συμπτώματα της λοιμώδους μονοπυρήνωσης εμφανίζονται κυρίως σε άτομα κάτω των 35 ετών γιατί οι μεγαλύτεροι συνήθως έχουν περάσει την νόσο στα νιάτα τους -χωρίς ίσως να το συνειδητοποιήσουν καν- και συνεπώς έχουν αναπτύξει ανοσία.
Πώς παρουσιάζεται η λοιμώδης μονοπυρήνωση;
Από τη στιγμή που κάποιος θα κολλήσει τον ιό θα εμφανίσει συμπτώματα σε 4-6 εβδομάδες. Οι άρρωστοι με λοιμώδη μονοπυρήνωση παραπονιούνται ότι αισθάνονται έντονα κουρασμένοι. Παρουσιάζουν μειωμένη όρεξη και γενικευμένη αδυναμία. Άλλα κύρια συμπτώματα είναι τα ακόλουθα: πυρετός (38-39), πονόλαιμος, ναυτία – έμετος, διογκωμένοι λεμφαδένες, πόνος στους μύες, αίσθημα κόπωσης, υπνηλία, διόγκωση του ήπατος, διόγκωση του σπλήνα, εξάνθημα, σπανιότερα, στα χέρια ή στον κορμό. Σπανιότερα μπορεί να εμφανιστούν πόνος στον θώρακα, ίκτερος, δυσκαμψία στον αυχένα, ρινορραγία, ταχυκαρδία και δύσπνοια. Συνήθως τα συμπτώματα διαρκούν 2-4 εβδομάδες, αν και η καταβολή δυνάμεων και η αδυναμία συγκέντρωσης μπορεί να διαρκέσουν για μήνες. Στα βρέφη και στα παιδιά η λοίμωξη είναι συχνά ασυμπτωματική ή προκαλεί ήπια νόσο, ενώ στους εφήβους η εικόνα είναι πιο τυπική.
Ο ιός μπορεί να παραμείνει στη στοματική κοιλότητα του ατόμου που έχει προσβληθεί από τη νόσο για ένα χρόνο μετά από το αρχικό επεισόδιο. Η πρόληψη που συνιστάται είναι η αποφυγή του φιλιού και η χρήση κοινών σκευών (ποτήρια, πιάτα ή μαχαιροπίρουνα) με κάποιον που έχει πρόσφατα μολυνθεί για να αποφευχθεί η μετάδοση σαλιού από το ένα άτομο στο άλλο.