Ανησυχητικά είναι τα δείγματα που αναφέρουν Βρετανοί γιατροί καθώς πιστεύουν πως η γονόρροια τείνει να γίνει μη αντιμετωπίσιμη νόσος.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα, όπως το αναγνωρίζει η αρχίατρος Dame Sally Davies, είναι πως όσοι μολύνονται από τη γονόρροια δεν παίρνουν τα σωστά αντιβιοτικά ή δεν παίρνουν κανένα φάρμακο κι έτσι ο ιός γίνεται ολοένα και πιο ανθεκτικός στις ήδη υπάρχουσες θεραπείες. Τον περασμένο Μάρτιο υπήρξε έξαρση της γονόρροιας στην βόρεια Αγγλία.
«Η γονόρροια τείνει να γίνει μη αντιμετωπίσιμη λόγω της μικροβιακής αντοχής της. Η γονόρροια έχει αποκτήσει γρήγορα ανθεκτικότητα σε νέα αντιβιοτικά, αφήνοντας λίγες εναλλακτικές λύσεις» εξηγεί η ειδικός. Το βακτήριο της γονόρροιας αναπτύσσει αντίσταση όταν ο ασθενής λαμβάνει θεραπεία είτε μόνο ενέσιμη είτε μόνο διά του στόματος. Οι γιατροί επισημαίνουν πως χρειάζεται συνδυασμός για να καταπολεμηθεί ο ιός.
H γονόρροια (ή βλεννόρροια) είναι κοινό σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα που οφείλεται σε λοίμωξη από το βακτήριο Ναϊσσέρια της γονόρροιας (Neisseria gonorrhoeae) και μολύνει τόσο τους άντρες όσο και τις γυναίκες. Μπορεί να αναπτυχθεί και να πολλαπλασιαστεί ανάλογα με το είδος της σεξουαλικής επαφής, κολπικής, στοματικής ή πρωκτικής, στα όργανα και τους ιστούς αυτών των περιοχών.
Η γονόρροια, εκτός από τη σεξουαλική επαφή, μπορεί επίσης να μεταδοθεί με την επαφή με μολυσμένα σωματικά υγρά. Αυτό σημαίνει ότι μια μητέρα θα μπορούσε να περάσει τη μόλυνση στο νεογέννητό της κατά τη διάρκεια του τοκετού. Η λοίμωξη μεταδίδεται εύκολα και εμφανίζεται πιο συχνά σε άτομα που έχουν πολλούς σεξουαλικούς συντρόφους.
Τα συμπτώματα δεν εκδηλώνονται πάντα εγκαίρως ώστε να γνωρίζουμε πότε πρέπει να αναζητήσουμε ιατρική βοήθεια και αυτό μπορεί να κάνει τη θεραπεία πιο δύσκολη. Τα κοινά συμπτώματα γονόρροιας είναι οι πρασινοκίτρινες ή λευκές εκκρίσεις υγρών από τον κόλπο ή το πέος αντίστοιχα, αίσθημα «καψίματος» κατά την ούρηση, «κάψιμο» ή πρησμένοι αδένες στον λαιμό. Στους άνδρες μπορεί να παρουσιαστεί επιπλέον πόνος ή πρήξιμο στους όρχεις, ενώ στις γυναίκες επιπεφυκίτιδα (ερυθρότητα και φαγούρα στα μάτια), αιμορραγία μεταξύ των περιόδων εμμήνου ρύσεως ή διόγκωση του αιδοίου.
Η θεραπεία είναι συνήθως με κεφτριαξόνη, καθώς έχει αναπτυχθεί αντοχή σε πολλά από τα φάρμακα που χρησιμοποιούνταν προηγουμένως. Δίνεται συνήθως σε συνδυασμό με αζιθρομυκίνη ή δοξυκυκλίνη, καθώς η γονόρροια μπορεί να συνυπάρχει με χλαμύδια, η οποία δεν θεραπεύεται με κεφτριαξόνη. Παρόλα αυτά έχει αρχίσει να εμφανίζεται αντοχή και σε αυτό το φάρμακο όπως αναφέραμε και προηγουμένως.