Μια πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι η σεξουαλική επιθυμία των γυναικών και η συχνότητα ερωτικών επαφών αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας του νέου κοροναϊού, εντούτοις η ποιότητα της σεξουαλικής ζωής τους μειώθηκε. Τα ευρήματα από τους ερευνητές του Τμήματος Παιδιατρικής και Γυναικολογίας του Παιδιατρικού Νοσοκομείου Esenler στην Κωνσταντινούπολη δημοσιεύτηκαν στο International Journal of Gynecology & Obstetrics.
Για να προσδιοριστεί η επίδραση της πανδημίας στη σεξουαλική συμπεριφορά των γυναικών, η ερευνητική ομάδα εκπόνησε μια μελέτη παρατήρησης που βασίστηκε σε δύο παλαιότερες έρευνες του 2019, μία για τη διερεύνηση των αιτιών της ακράτειας στις γυναίκες και μια δεύτερη για τη σχέση της ακράτειας με τη σεξουαλική δυσλειτουργία των γυναικών, αντλώντας δεδομένα που είχαν συλλεχθεί από τις υγιείς ομάδες των δειγμάτων. Για κάθε συμμετέχουσα, καταγράφηκε το λεπτομερές ιατρικό ιστορικό, συμπεριλαμβανομένων της ηλικίας, του δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ), του επιπέδου εκπαίδευσης και του εισοδήματος, της παρουσίας συννοσηροτήτων και τού αριθμού προηγούμενων τοκετών.
Στη συνέχεια, τα δεδομένα χρησιμοποιήθηκαν για να γίνει σύγκριση της συχνότητας σεξουαλικών επαφών, της επιθυμίας για εγκυμοσύνη, της βαθμολογίας τους στον Δείκτη της Γυναικείας Σεξουαλικής Λειτουργίας (ο οποίος αξιολογεί την ερωτική διέγερση, τη σεξουαλική επιθυμία, την ικανοποίηση, τη λίπανση, τον οργασμό και τον πόνο κατά τη σεξουαλική πράξη), των τύπων αντισύλληψης και της παρουσίας τυχόν κολπικών λοιμώξεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας (11 Μαρτίου έως 12 Απριλίου 2020) με την περίοδο 6 έως 12 μηνών πριν.
Στη μελέτη με δείγμα 58 γυναίκες, οι γυναίκες είχαν σεξουαλικές επαφές 2,4 φορές την εβδομάδα κατά μέσο όρο στη διάρκεια της πανδημίας, ενώ 1,9 φορές ήταν η συχνότητα κατά τους 6-12 μήνες πριν από την πανδημία. Πριν τον νέο κοροναϊό, το 32,7% των συμμετεχουσών επιθυμούσε μια εγκυμοσύνη, ποσοστό που έπεσε στο 5,1% κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Εντούτοις, η χρήση αντισύλληψης μειώθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Για την περίπτωση της επιθυμίας απόκτησης παιδιού, η ερευνητική ομάδα προέκρινε ότι ο φόβος για πιθανές επιπτώσεις του ιού στο έμβρυο, οι ενδεχόμενες δυσκολίες πρόσβασης στο σύστημα υγείας και άγχη οικονομικής φύσης αποτέλεσαν τους βασικούς παράγοντες. Όσον αφορά τις εμμηνορροϊκές διαταραχές, οι περιπτώσεις αυξήθηκαν κατά την περίοδο του κοροναϊού σε σχέση με πριν (27,6% έναντι 12,1%) και οι συμμετέχουσες σημείωσαν μικρότερες βαθμολογίες σε ένα ερωτηματολόγιο για τη σεξουαλική αποδοτικότητα πριν και μετά αντίστοιχα.