Η ανορεξία είναι μια σοβαρή διατροφική διαταραχή και πάθηση ψυχικής υγείας. Η κατανόηση του γιατί ορισμένοι άνθρωποι αναπτύσσουν ανορεξία ενώ άλλοι όχι είναι ακόμα σε μεγάλο βαθμό άγνωστη, αν και βιολογικοί παράγοντες είναι ευρέως αναγνωρισμένοι. Τα νέα ευρήματα, που βασίζονται σε εκτενείς αναλύσεις σαρώσεων εγκεφάλου που έχουν ληφθεί από ασθενείς σε όλο τον κόσμο και δημοσιεύονται στο περιοδικό Biological Psychiatry, ρίχνουν περισσότερο φως στο ερώτημα. Συγκεκριμένα, αποκαλύπτουν ότι τα άτομα με ανορεξία επιδεικνύουν «σημαντικές μειώσεις» σε τρεις κρίσιμες μετρήσεις του εγκεφάλου: το πάχος του φλοιού, τους υποφλοιώδεις όγκους και την επιφάνεια του φλοιού. Οι μειώσεις στο μέγεθος του εγκεφάλου είναι σημαντικές γιατί πιστεύεται ότι συνεπάγονται απώλεια εγκεφαλικών κυττάρων ή των συνδέσεων μεταξύ τους.
Τα αποτελέσματα είναι μερικά από τα πιο ξεκάθαρα που έχουν δείξει μέχρι στιγμής σχέσεις μεταξύ δομικών αλλαγών στον εγκέφαλο και διατροφικών διαταραχών. Η ομάδα λέει ότι τα μεγέθη επίδρασης στη μελέτη τους για την ανορεξία είναι στην πραγματικότητα τα μεγαλύτερα από οποιαδήποτε ψυχιατρική διαταραχή που έχει ερευνηθεί μέχρι σήμερα. Αυτό σημαίνει ότι τα άτομα με ανορεξία εμφάνισαν μειώσεις στο μέγεθος και το σχήμα του εγκεφάλου από δύο έως τέσσερις φορές μεγαλύτερες από τα άτομα με παθήσεις όπως η κατάθλιψη, η ΔΕΠΥ ή η ΙΨΔ. Οι αλλαγές που παρατηρήθηκαν στο μέγεθος του εγκεφάλου για την ανορεξία μπορεί να αποδοθούν σε μειώσεις του δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ).
Με βάση τα αποτελέσματα, η ομάδα τονίζει τη σημασία της έγκαιρης θεραπείας για να βοηθήσει τα άτομα με ανορεξία να αποφύγουν μακροπρόθεσμες, δομικές αλλαγές στον εγκέφαλο. Η υπάρχουσα θεραπεία συνήθως περιλαμβάνει μορφές γνωσιακής συμπεριφορικής θεραπείας και καθοριστικής σημασίας αύξηση βάρους. Η μελέτη συγκέντρωσε σχεδόν 2.000 προϋπάρχουσες σαρώσεις εγκεφάλου για άτομα με ανορεξία, συμπεριλαμβανομένων ατόμων σε ανάκαμψη και μία ομάδα ελέγχου (άτομα που δεν είχαν ανορεξία ούτε ήταν σε ανάρρωση). Για τα άτομα με ανορεξία σε ανάρρωση, η μελέτη διαπίστωσε ότι οι μειώσεις στη δομή του εγκεφάλου ήταν λιγότερο σοβαρές, υπονοώντας ότι, με την κατάλληλη έγκαιρη θεραπεία και υποστήριξη, ο εγκέφαλος μπορεί να είναι σε θέση να επιδιορθωθεί.
“Για αυτήν τη μελέτη, εργαστήκαμε εντατικά για αρκετά χρόνια με ερευνητικές ομάδες σε όλο τον κόσμο. Το να μπορέσουμε να συνδυάσουμε χιλιάδες σαρώσεις εγκεφάλου από άτομα με ανορεξία μας επέτρεψε να μελετήσουμε τις εγκεφαλικές αλλαγές που θα μπορούσαν να χαρακτηρίσουν αυτή τη διαταραχή με πολύ μεγαλύτερη λεπτομέρεια. Διαπιστώσαμε ότι οι μεγάλες μειώσεις στη δομή του εγκεφάλου, τις οποίες παρατηρήσαμε σε ασθενείς, ήταν λιγότερο αισθητές σε ασθενείς που βρίσκονταν ήδη στο δρόμο της ανάρρωσης. Αυτό είναι ένα καλό σημάδι, γιατί δείχνει ότι αυτές οι αλλαγές ενδέχεται να μην είναι μόνιμες. Με τη σωστή θεραπεία, ο εγκέφαλος μπορεί να είναι σε θέση να αναδομηθεί”, σημείωσε χαρακτηριστικά η Δρ Esther Walton, επικεφαλής ερευνήτρια από το Τμήμα Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μπαθ.