Μια πρόσφατη μελέτη διαπίστωσε ότι τα παιδιά που είχαν μεγαλύτερη έκθεση στη φύση κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown της COVID-19 ήταν πιθανό να είχαν χαμηλότερα επίπεδα συμπεριφορικών και συναισθηματικών προβλημάτων, σε σύγκριση με εκείνα των οποίων η σχέση με τη φύση παρέμεινε η ίδια ή μειώθηκε-ανεξάρτητα από την κοινωνικοοικονομική τους κατάσταση.
Η μελέτη, που πραγματοποιήθηκε από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Cambridge και του Πανεπιστημίου του Sussex, διαπίστωσε επίσης ότι τα παιδιά από εύπορες οικογένειες τείνουν να έχουν πιο αυξημένη επαφή με τη φύση κατά τη διάρκεια της πανδημίας συγκριτικά με τους λιγότερο εύπορους συνομηλίκους τους.
Σχεδόν τα δύο τρίτα των γονέων ανέφεραν μια αλλαγή στη σχέση του παιδιού τους με τη φύση κατά τις περιόδους του lockdown. Την ίδια ώρα, το ένα τρίτο των παιδιών των οποίων η σύνδεση με τη φύση μειώθηκε κατά τις ίδιες περιόδους εμφάνισε αυξημένα προβλήματα που σχετίζονται με την ευημερία τους, λόγω αυξημένης θλίψης, άγχους ή άλλων παραγόντων.
Τα ευρήματα της μελέτης ενισχύουν την πεποίθηση ότι η φύση αποτελεί μέθοδο – χαμηλού μάλιστα κόστους – υποστήριξης της ψυχικής υγείας των παιδιών και προτείνουν ότι πρέπει να καταβληθεί περισσότερη προσπάθεια για την ενίσχυση της σχέσης τους με την φύση – τόσο στο σπίτι όσο και στο σχολείο. Οι ερευνητές επιπλέον προτείνουν τρόπους για την επίτευξη αυτού, όπως: μείωση του αριθμού των δομημένων εξωσχολικών δραστηριοτήτων για τα παιδιά ώστε να υπάρχει περισσότερος χρόνος στο ύπαιθρο, παροχή προγραμμάτων κηπουρικής στα σχολεία και χρηματοδότηση σχολείων, ιδιαίτερα σε μειονεκτικές περιοχές, για την εφαρμογή εκπαιδευτικών προγραμμάτων με κέντρο τη φύση. Σημειώνουμε πως η μελέτη δημοσιεύθηκε στις 13 Οκτωβρίου 2021, στο περιοδικό People and Nature.
«Γνωρίζουμε ότι η πρόσβαση στη φύση συνδέεται με ευρύτατα οφέλη σε παιδιά και ενήλικες, όπως μείωση των επιπέδων άγχους και κατάθλιψης», δήλωσε η Samantha Friedman, ερευνήτρια στο Κέντρο Οικογενειακής Έρευνας του Πανεπιστημίου του Cambridge, και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης. «Οι περιορισμοί λόγω COVID-19 σήμαιναν ότι τα παιδιά δεν είχαν πλέον τις συνήθεις σχολικές τους δραστηριότητες, τις ρουτίνες και τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Η σύνδεση με τη φύση μπορεί να βοήθησε ορισμένα παιδιά του Ηνωμένου Βασιλείου να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της απομόνωσης, αλλά διαπιστώσαμε ότι τα παιδιά από λιγότερο εύπορες οικογένειες είχαν λιγότερες πιθανότητες να αυξήσουν τη σύνδεσή τους με τη φύση για το ίδιο διάστημα».
«Η σύνδεση με τη φύση μπορεί να είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος υποστήριξης της ευημερίας των παιδιών, ιδιαίτερα όταν τα παιδιά επιστρέφουν στις συνήθεις ρουτίνες, όπως το σχολείο και οι εξωσχολικές δραστηριότητες», δήλωσε ο Δρ Elian Fink, Λέκτορας Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Sussex, ο οποίος συμμετείχε επίσης η μελέτη, και πρόσθεσε: «Τα ευρήματά μας θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα για τον επανασχεδιασμό μελλοντικών lockdowns, εάν το Ηνωμένο Βασίλειο χρειαστεί να επιστρέψει σε αυτές τις συνθήκες στο μέλλον, και ιδιαίτερα σε χώρες των οποίων τα περιοριστικά μέτρα δεν επέτρεψαν στα παιδιά να έχουν πρόσβαση στη φύση.