Ένας στους τρεις ασθενείς που νοσηλεύονται στα νοσοκομεία έχουν συμπτώματα κατάθλιψης που μπορεί να επιβραδύνουν την ανάρρωσή τους, αναφέρουν Αμερικανοί επιστήμονες.
Αναλύοντας συνδυαστικά τα ευρήματα 20 προγενέστερων μελετών για την κατάθλιψη στα νοσηλευτικά ιδρύματα, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι 33% των νοσηλευομένων έχουν καταθλιπτικά συμπτώματα όπως κακή ψυχική διάθεση ή απελπισία, απώλεια ενδιαφέροντος για πράγματα που τους ευχαριστούσαν και σημαντικές αλλαγές στις συνήθειες ύπνου και στην όρεξη για φαγητό. Οι ασθενείς έχουν αυξημένες πιθανότητες να παρουσιάσουν απρόσμενα αργή ανάρρωση η οποία μοιραία παρατείνει τη διάρκεια της νοσηλείας τους, ενώ μετά το εξιτήριο είναι πιθανότερο να μην παίρνουν σωστά τα φάρμακά τους.
Έχουν επίσης αυξημένες πιθανότητες να μην τηρούν το πρόγραμμα επανελέγχου που συνιστούν οι γιατροί, δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Waguih William IsHak, αναπληρωτής καθηγητής Ψυχιατρικής & Συμπεριφορικής Νευροεπιστήμης στο Ιατρικό Κέντρο Cedars-Sinai, στο Λος Αντζελες. Οι συμπεριφορές αυτές, που είναι πιο πιθανές σε όσους ζουν μόνοι και στους ηλικιωμένους, αυξάνουν τον κίνδυνο νέας εισαγωγής και παρατεταμένης νοσηλείας, πρόσθεσε. Όπως εξήγησε ο δρ IsHak, όταν ένας ασθενής χρειασθεί νέα νοσηλεία υπό αυτές τις συνθήκες, η αιτία που αρχικά τον είχε οδηγήσει στο νοσοκομείο ενδέχεται να μην έχει αντιμετωπιστεί εξαιτίας της πλημμελούς φροντίδας μετά το εξιτήριο.
Επιπλέον, η κατάθλιψη μπορεί να έχει επιδεινωθεί από την πρώτη νοσηλεία αλλά και από την αδυναμία ανάρρωσης. Πρόκειται δηλαδή για έναν φαύλο κύκλο που εξηγεί γιατί η κατάθλιψη παίζει τόσο σημαντικό ρόλο στην ανάρρωση από οποιαδήποτε ασθένεια. «Όταν οι ασθενείς εισάγονται στο νοσοκομείο, είθισται να υποβάλλονται σε πλήθος βασικών εξετάσεων, όπως αυτές για την πίεση, τη χοληστερόλη και το σάκχαρό τους», είπε.
«Η κατάθλιψη είναι ένας εξίσου σοβαρός παράγοντας που επηρεάζει την ανάρρωσή τους, αλλά δυστυχώς δεν συνηθίζεται να αποτελεί μέρος του καθιερωμένου νοσηλευτικού ελέγχου. Η προσθήκη της σε αυτόν μπορεί να αποτελεί προϋπόθεση για να αρχίζει και να συνεχίζεται σε σωστές βάσεις η ενδεδειγμένη θεραπεία». Τα νέα ευρήματα δημοσιεύθηκαν στην επιθεώρηση Journal of Hospital Medicine.