Συναισθηματική Υπερφαγία: Στη χώρα μας, ο ρόλος του φαγητού δεν αρκείται αποκλειστικά στην κάλυψη ενεργειακών αναγκών, αλλά γίνεται και μέσο επικοινωνίας ή ακόμη και κατανόησης του ψυχισμού και των συναισθηματικών αναγκών του ατόμου. Αυτό μπορεί να δημιουργήσει δυσλειτουργικές συνδέσεις μεταξύ φαγητού και συναισθημάτων ή αντιδράσεων στα άτομα. Η συναισθηματική/επεισοδιακή υπερφαγία χαρακτηρίζεται από κατανάλωση υπερβολικών ποσοτήτων φαγητού μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα και έλλειψη ελέγχου της κατανάλωσης τροφής.
Συνοδεύεται από συναισθηματική αστάθεια, δυσφορία και άγχος πριν από την κατανάλωση τροφής, όμως κατά τη διάρκεια της υπερφαγίας η δυσφορία μειώνεται και η διάθεση βελτιώνεται, ενώ μετά την ολοκλήρωση του υπερφαγικού επεισοδίου η δυσφορία αργά ή γρήγορα επιστρέφει. Η έννοια της ευκαιριακής παρορμητικής κατανάλωσης τροφής ως «υπερκατανάλωση τροφής χωρίς αντισταθμιστικές συμπεριφορές» εισήχθη από τον Stunkard το 1959, και αργότερα στη δεκαετία του ενενήντα από τους Fairburn και Spitzer. Η πέμπτη έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου Ψυχικών Διαταραχών (DSM-5) που δημοσιεύθηκε τον Μάιο του 2013, αναφέρει για πρώτη φορά την Συναισθηματική Υπερφαγία, ως αυτόνομη διατροφική διαταραχή (ED).
Στα χαρακτηριστικά αυτής της διαταραχής θα συναντήσουμε αυξημένη ταχύτητα κατάποσης, εναλλαγή συναισθημάτων κατά την πρόσληψη τροφής με τη θετική διάθεση να ενισχύεται κατά τη διάρκεια κατανάλωση τροφής, ενώ έπειτα επικρατούν ενοχές ή αίσθηση αηδίας, αίσθηση απώλειας της συνείδησης, όπου το άτομο κινείται μηχανικά και αυτόματα, γενικευμένη αίσθηση ταραχής που προκαλεί στον ενήλικα την ανάγκη να ικανοποιήσει αμέσως κάθε διατροφική του ορμή, αδυναμία ελέγχου και λήξης του υπερφαγικού επεισοδίου καθώς και μυστικότητα σχετικά με την συμπεριφορά υπέρμετρης κατανάλωσης τροφής, χωρίς να γίνεται κατανοητή από άτομα στην οικογένεια.