Μια μελέτη, με τη συμμετοχή σχεδόν 200.000 ατόμων, βρίσκει ότι τα άτομα που έχουν οσφυαλγία είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν επίσης μια σειρά από θέματα ψυχικής υγείας.
Η οσφυαλγία είναι μια κύρια αιτία αναπηρίας σε όλο τον κόσμο, επηρεάζοντας σχεδόν 1 στα 10 άτομα. Μια πληθώρα αποδεικτικών στοιχείων υποστηρίζουν ότι αυτός ο πόνος επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα της ζωής και αυξάνει τον κίνδυνο άλλων προβλημάτων σωματικής υγείας. Επιπλέον, συνεπάγεται σημαντικό κόστος υγειονομικής περίθαλψης. Μια προηγούμενη μελέτη διαπίστωσε ότι η χρόνια οσφυαλγία συσχετίστηκε με αυξημένο κίνδυνο για διαταραχές της διάθεσης, κατάχρηση αλκοόλ και αγχώδεις διαταραχές.
Η τελευταία και μεγαλύτερη μελέτη που διερεύνησε τη σύνδεση μεταξύ οσφυαλγίας και ψυχολογικών εκδηλώσεων σε χώρες μεσαίου ή χαμηλού εισοδήματος, δημοσιεύθηκε στο περιοδικό General Hospital Psychiatry. Η ερευνητική ομάδα – με επικεφαλής τους καθηγητές Patricia Schofield και Δρ Brendon Stubbs από το Anglia Ruskin University στο Ηνωμένο Βασίλειο – εξέτασε δεδομένα από 190.595 άτομα ηλικίας 18 ετών και άνω σε 43 χώρες (19 χαμηλού και 24 μεσαίου εισοδήματος). Συνολικά, η οσφυαλγία επηρεάζει 35,1% του πληθυσμού, και 6,9% χρονίως. Στην Κίνα η οσφυαλγία επηρεάζει 13,7 % του πληθυσμού ενώ στο Νεπάλ 57,1 %.
Η ανάλυση των δεδομένων έδειξε ότι, σε σύγκριση με τα άτομα χωρίς οσφυαλγία, όσοι βιώνουν πόνο στην πλάτη είχαν περισσότερο από διπλάσιες πιθανότητες να εμφανίσουν μία από τις πέντε διαταραχές της ψυχικής υγείας: άγχος, κατάθλιψη , ψύχωση, άγχος και στέρηση ύπνου. Είναι ενδιαφέρον ότι τα αποτελέσματα ήταν σχετικά παρόμοια σε όλες τις 43 χώρες, ανεξάρτητα από την κοινωνικοοικονομική θέση. «Τα δεδομένα μας δείχνουν ότι τόσο ο οξύς όσο και ο χρόνιος πόνος στην πλάτη συνδέονται με αυξημένη πιθανότητα κατάθλιψης, ψύχωσης, άγχους, στρες, και διαταραχών του ύπνου. Αυτό υποδηλώνει ότι η οσφυαλγία έχει σημαντικές συνέπειες για την ψυχική υγεία που μπορεί να καταστήσει την ανάκαμψη από τον πόνο στην πλάτη πιο προκλητικό. Οι ακριβείς λόγοι για αυτό είναι ακόμη δεν έχουν καταδειχθεί» ανέφερε ο Δρ Stubbs. Και συνεχίζει: «Περαιτέρω έρευνα απαιτείται για να μάθουμε περισσότερα σχετικά με τις σχέσεις μεταξύ αυτών των προβλημάτων και να διασφαλίσουμε την ανάπτυξη αποτελεσματικών θεραπειών. Είναι επίσης σημαντικό οι επαγγελματίες υγείας να έχουν επίγνωση αυτής της σχέσης και να παραπέμπουν τους ασθενείς εάν χρειάζεται».