Ζήλια Μορφές: Ο Αριστοτέλης στη “Ρητορική” όρισε το φθόνο ως τον πόνο που προκαλεί η τύχη των άλλων.
Τα 3 είδη της ζήλιας σύμφωνα με τον Φρόυντ
Σύμφωνα με τον Φρόυντ, υπάρχουν τρία είδη ζήλιας: η φυσιολογική, η προβολική και η παθολογική- παρανοϊκή. Τη φυσιολογική ζήλια την αισθάνονται λίγο-πολύ όλοι οι άνθρωποι σε κάποια φάση της ζωής τους και προκαλείται συνήθως από κάποιο έναυσμα. Η προβολική- νευρωτική ζήλια προκύπτει από προβολή δικών μας αρνητικών συναισθημάτων σε κάποιον άλλο. Η παθολογική ζήλια σχετίζεται σχεδόν αποκλειστικά με την έμμονη ιδέα της απιστίας και συνήθως με μια επανενεργοποίηση παλαιότερων τραυματικών εμπειριών και βιωμάτων, που έχουν στιγματίσει το άτομο.
Μία αιτία, η οποία έχει τις ρίζες της στην παιδική ηλικία, σχετίζεται με την αναπαραγωγή ενός μοντέλου συμπεριφοράς που μας ”χρέωσαν” όταν ήμασταν μικροί. Οι γονείς χρησιμοποιούν συχνά τον όρο ζήλια ή ζηλιάρης για να χαρακτηρίσουν τη συμπεριφορά ενός παιδιού, π.χ. στα πλαίσια μίας αδερφικής διαμάχης. Προσδίδουν κατά αυτόν τον τρόπο μία αρνητική χροιά στα παιδικά συναισθήματα και μία ταμπέλα στον ”ένοχο”.
Ο John Bowlby και η θεωρία της προσκόλλησης
Ο ψυχαναλυτής John Bowlby διατύπωσε πρώτος τη θεωρία της προσκόλλησης, με βάση την οποία το παιδί, ως κοινωνικό ον, διαμορφώνει την προσωπικότητά του ανάλογα με τις σχέσεις που αναπτύσσει με τους σημαντικούς φροντιστές του. Στόχος της προσκόλλησης για το παιδί είναι να νιώσει ασφάλεια και προστασία, ενώ παράλληλα μαθαίνει να δείχνει εμπιστοσύνη. Ένας συναισθηματικά ή πρακτικά μη διαθέσιμος γονιός ή ένας γονιός συναισθηματικά ανώριμος, ένα ασταθές περιβάλλον είναι παράγοντες που ενδέχεται να οδηγήσουν σε τραύματα προσκόλλησης και σε επακόλουθη ανασφάλεια του ατόμου στην ενήλικη ζωή του.
Χαμηλή αυτοεκτίμηση και ζήλια
Ένας επιπλέον σημαντικός αιτιολογικός παράγοντας είναι η χαμηλή αυτοεκτίμηση του ατόμου που ζηλεύει, καθώς ενδόμυχα αναπτύσσει την πεποίθηση ότι δεν αξίζει, με αποτέλεσμα γενικότερα τις αρνητικές προσδοκίες στα πλαίσια μίας σχέσης. Ο ζηλιάρης επιδιώκει να τον αγαπούν και να βιώσει την επιβεβαίωση.
Στην πηγή της παθολογικής ζήλιας υπάρχουν στοιχεία υπέρμετρου εγωισμού και μία ανάγκη κατοχής του άλλου. Ο έρωτας είναι εξάλλου ένα συναίσθημα που φέρνει μαζί του μια ανησυχία και μια επιθυμία να γνωρίζουμε σχεδόν τα πάντα τόσο για το παρόν αλλά πολλές φορές και για το παρελθόν του συντρόφου μας. Η κτητικότητα μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε στοιχεία καταπίεσης του συντρόφου και σε μία εν τέλει ασύμμετρη και όχι ισότιμη σχέση.
Ερωτική ζήλια
Η ερωτική ζήλια είναι ένα συναίσθημα, άρρηκτα συνδεδεμένο με συναισθήματα άγχους, ανησυχίας και θυμού. Το άτομο που ζηλεύει βιώνει ένα φόβο προδοσίας ή εγκατάλειψης, που το οδηγεί σε φόβο και αβεβαιότητα. Υπό αυτή την απειλή, οδηγείται σε αυθαίρετα συμπεράσματα, αναπτύσσει συχνά έμμονες ιδέες ή και μία στρατηγική αντιμετώπισης, που δίνει την ψευδαίσθηση πως με αυτόν τον τρόπο ενδέχεται να αποφύγει δυσάρεστες εκπλήξεις. Η ικανότητα λογικού συλλογισμού και κρίσης αλλοιώνεται.
Η ζήλια μπορεί να εκφραστεί μέσα από συμπεριφορές παρακολούθησης, επιφυλακτικότητας, καχυποψίας, περιορισμό της κοινωνικής ζωής, ανάγκη συνεχών διαβεβαιώσεων και τάση υποτίμησης και κατηγορίας του συντρόφου. Το άτομο που ζηλεύει δυσκολεύεται να ζήσει στο παρόν, περιμένοντας το κακό που – αναπόφευκτα κατά τον ίδιο- θα συμβεί. Νιώθει μια μόνιμη ανησυχία και βρίσκεται διαρκώς σε εγρήγορση.
Ο ζηλιάρης ξεκινά από ένα θεμελιακό αξίωμα για το οποίο είναι πεπεισμένος και δεν μπαίνει στη διαδικασία να το αμφισβητήσει. Με λίγα λόγια, αρχίζει από το συμπέρασμα και προσπαθεί να καταλήξει στην επαλήθευση αυτού. Αντιμετωπίζει έτσι τις συμπεριφορές του συντρόφου του ως στοιχεία που επιβεβαιώνουν τις αμφιβολίες που είχε για εκείνον, αξιολογώντας αυτές μέσα από τον παραμορφωτικό φακό της ζήλιας.
Παθολογική ζήλια
Ο ακραία ζηλιάρης νιώθει μόνος του και παράλληλα αυτο- απομονώνεται, με μοναδική συντροφιά το συναίσθημα της ζήλιας.
Το άτομο που βιώνει παθολογική ζήλια αναπτύσσει μία σχέση εξάρτησης από τον άλλο, απομονώνοντάς τον και επιρρίπτοντας επιπλέον συνεχείς κατηγορίες για τα προβλήματα της σχέσης. Οι ρόλοι θύτη και θύματος εναλλάσσονται: το άτομο λειτουργεί ως θύτης ενώ παράλληλα νιώθει συνέχεια ως θύμα.
Η υπερβολική ζήλια γίνεται συχνά πηγή σύγκρουσης, καθώς αυτός που την υφίσταται, βιώνει συναισθηματικές αντιδράσεις για τις οποίες δεν είναι πάντα υπεύθυνος. Σε πολλές περιπτώσεις, το άτομο που βιώνει τη ζήλια αναπτύσσει μια αμυντική στάση και απομακρύνεται, ενισχύοντας έτσι εν τέλει τις αμφιβολίες του ζηλιάρη συντρόφου.
Η ζήλια λοιπόν δηλητηριάζει τη σχέση. Η αναγνώριση και η αποδοχή του προβλήματος, καθιστά εφικτή και την επίλυσή του. Η ενσυναίσθηση ως προς τα όσα υφίσταται ο σύντροφός μας λόγω της ζήλιας μας, μπορεί να αποτελέσει ένα κίνητρο αλλαγής.
Συναισθηματική αποκλιμάκωση της ζήλιας
Στα πλαίσια της σχέσης είναι ύψιστης σημασίας να αναπτυχθεί ο διάλογος και να στρέψουμε την προσοχή μας, όχι στις πράξεις αλλά στα συναισθήματα και τις απόψεις του συντρόφου μας. Η αντικειμενική ακρόαση έχει σαν αποτέλεσμα τη συναισθηματική αποκλιμάκωση. Ο κάθε ένας από τους συντρόφους σε μία σχέση πρέπει να έχει το χώρο και το χρόνο να εκφράσει τις ανάγκες του, τις προσδοκίες και τα προβλήματά του. Η κατανόηση μπορεί να οδηγήσει σε κοινώς αποδεκτές και άρα ικανοποιητικές λύσεις.
Πρέπει επιπλέον να αξιολογήσουμε κατά πόσον οι συμπεριφορές μας, π.χ. τα οργισμένα ξεσπάσματα, σχετίζονται απαραίτητα με τις συμπεριφορές του άλλου. Η ανάληψη ατομικής ευθύνης είναι απαραίτητη και μας ωθεί συχνά να αμφισβητήσουμε τον εαυτό μας και τις πράξεις του. Στη διαδικασία αυτή βοηθάει η διερεύνηση τυχόν γενικευμένων περιοριστικών πεποιθήσεων που ενδέχεται να έχουμε υιοθετήσει και να προσδιορίζουν τη συμπεριφορά μας, όπως π.χ. το ότι δεν αξίζουμε ή το ότι όλες οι σχέσεις διαλύονται μετά την πάροδο συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος.
Είναι ιδιαίτερα υποβοηθητικό να αναλύσουμε το θυμό μας, σκεπτόμενοι τις συνθήκες, τα διάφορα συναισθήματα αλλά και τις σκέψεις που σχετίζονται με αυτόν. Μέσω της αυτοπαρατήρησης μπορούμε να εξετάσουμε τις επιθυμίες και τις προσδοκίες που μας οδήγησαν στο θυμό, από μία σχετική απόσταση.
Αντιμετώπιση της ζήλιας
Θεμελιώδες βήμα κατά την αντιμετώπισή της είναι να μάθει το άτομο να μην υποτιμάει τον εαυτό του, ενισχύοντας έτσι την αυτοεκτίμησή του. Η αναγνώριση της αξίας του εαυτού μας, θα μειώσει αναπόφευκτα τις συμπεριφορές της ζήλιας, οι οποίες αν μη τι άλλο, πέρα από την υποτίμηση του άλλου, συνιστούν και πράξεις υποτίμησης του ίδιου μας του εαυτού. Η κάλυψη των βασικών αναγκών μας πρωτίστως από εμάς τους ίδιους μειώνει την ανάγκη μας για μια συμβιωτικού τύπου σχέση, μειώνοντας επακόλουθα την πιθανότητα διαρκών απογοητεύσεων λόγω μη εκπλήρωσης ορισμένων προσδοκιών.
Σε περίπτωση που όλα αυτά φαντάζουν δύσκολα, η αναζήτηση βοήθειας από κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας, πρωτίστως σε επίπεδο ατομικής ψυχοθεραπείας αλλά και σε επίπεδο συμβουλευτικής ζεύγους, μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα χρήσιμη.
Εν τέλει, το πιο σημαντικό, όσο τρομακτικό και αν ακούγεται σε πρώτο επίπεδο, είναι να αναρωτηθούμε τι έχουμε να χάσουμε εάν μπούμε στη διαδικασία αλλαγής του χαρακτηριστικού αυτού της προσωπικότητάς μας και να συνειδητοποιήσουμε ότι πιθανότατα η αλλαγή συνεπάγεται εξέλιξη αλλά ίσως και βελτίωση, τόσο του εαυτού μας, όσο και της ποιότητας των σχέσεών μας.