Οι ερευνητές αξιοποίησαν δεδομένα ερωτηματολογίου για να διαπιστώσουν πως οι αλλαγές στις εργάσιμες ώρες συνδέονται με την ψυχική υγεία και την ικανοποίηση σε 70.000 κατοίκους της Βρετανίας κατά το χρονικό διάστημα 2009-2017. Οι ερευνητές έλαβαν υπόψη τους την ηλικία, την οικογενειακή κατάσταση, τα χρόνια νοσήματα και το οικογενειακό εισόδημα των ερωτηθέντων. «Η σύγχρονη επιστήμη έχει καθορίσει την ακριβή δοσολογία για τα πάντα, από τη βιταμίνη C μέχρι και το χρόνο ύπνου. Αυτή, όμως, είναι η πρώτη φορά που το ερώτημα τίθεται αναφορικά με την αμειβόμενη εργασία», λέει ένας εκ των συντακτών της έρευνας, ο καθηγητής Κοινωνιολογίας του Κέμπριτζ δρ Μπρένταν Μπέρτσελ.
Η επιστημονική ομάδα υπογραμμίζει ότι δε διαφημίζει την οκτάωρη εβδομαδιαία εργασία, αλλά ότι η έρευνά της έδειξε ότι αυτός ο όγκος μισθωτής εργασίας είναι αρκετός για να εγγυηθεί την ψυχική υγεία ενός ατόμου και ότι το κύριο όφελος της εργασίας είναι «ψυχο-κοινωνικό».
Ο δρ Μπέρτελ εξηγεί: «Γνωρίζουμε ότι η ανεργία είναι βλαβερή για την ψυχική υγεία, επηρεάζοντας αρνητικά την ταυτότητα, την κοινωνική θέση, την αξιοποίηση του χρόνου και την αίσθηση κοινού σκοπού».
Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι, παρά την εξάπλωση της αυτοματοποίησης, η μισθωτή εργασία πρέπει να διατηρηθεί για το σύνολο του ενήλικου πληθυσμού, με παράλληλη δραστική μείωση του χρόνου εργασίας. «Μέσα στις ερχόμενες δεκαετίες μπορεί να δούμε την τεχνητή νοημοσύνη, τα ηλεκτρονικά δεδομένα και τα ρομπότ να υποκαθιστούν πολλές από τις εργασίες που πραγματοποιούν σήμερα οι άνθρωποι. Εάν δεν υπάρχει αρκετή εργασία για όσους επιθυμούν να εργάζονται με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, θα πρέπει να ξανασκεφτούμε τους κανόνες. Αυτό θα πρέπει να περιλάβει την αναδιανομή των εργάσιμων ωρών έτσι ώστε όλοι να απολαμβάνουν τα ψυχολογικά οφέλη της μισθωτής εργασίας, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει μειωμένο ωράριο. Η μελέτη μας είναι σημαντική γιατί καθορίζει τον ελάχιστο αριθμό εργάσιμων ωρών που θα χρειάζεται κάποιος στο μέλλον», λέει η συντάκτρια της μελέτης δρ Ντάιγκα Καμεράντε του Πανεπιστημίου του Σάλφορντ.