Επιστήμη Έρευνα: Μία ομάδα γιατρών από διάφορα πανεπιστήμια του εξωτερικού αποκάλυψαν ορισμένα γονίδια που συνεισφέρουν στην ανάπτυξη του ΔΕΠΥ (Διάσπαση Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας), της διπολικής διαταραχής, της μείζονος κατάθλιψης, της σχιζοφρένειας και των Διαταραχών Αυτιστικού Φάσματος.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο του Queensland και το Πανεπιστήμιο Vrije στο Άμστερνταμ και σε αυτή συμμετείχε δείγμα 400.000 ατόμων για να αποκαλυφθούν τα γονίδια που μπορεί να είναι υπεύθυνα για πέντε συνηθισμένες ψυχικές διαταραχές.
Ο Καθηγητής ψυχιατρικής Christel Middeldorp δήλωσε για την έρευνα: «Πριν από αυτή την ανάλυση, γνωρίζαμε ότι αρκετές ψυχικές διαταραχές συνδέονταν η μία με την άλλη λόγω της κληρονομικής φύσης τους. Βλέπουμε συχνά διάφορα μέλη μιας οικογένειας με ψυχικές διαταραχές, αλλά όχι απαραιτήτως με την ίδια».
«Μελετήσαμε, λοιπόν, αν υπάρχουν συγκεκριμένα γονίδια που να εμπλέκονται στην ανάπτυξη πολλαπλών διαταραχών, ποια γονίδια δεν συνδέονται δηλαδή μόνο με τη ΔΕΠΥ, αλλά επίσης και με τις άλλες 4 ψυχικές διαταραχές. Πρόκειται για γονίδια που παίζουν ένα ρόλο στο ίδιο βιολογικό μονοπάτι ή είναι ενεργά στον ίδιο τύπο ιστού».
Συνεχίζει, λέγοντας: «Τα γονίδια που εκφράζονται σε υψηλό βαθμό στον εγκέφαλο αποδείχτηκε ότι επηρεάζουν διαφορετικές διαταραχές, αλλά ορισμένα γονίδια συσχετίζονταν με όλες τις διαταραχές που εξετάζονταν. Φαίνεται, λοιπόν, ότι υπάρχει μια κοινή σειρά γονιδίων που αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης των 5 αυτών ψυχικών διαταραχών».
Η κύρια ερευνήτρια Dr. Anke Hammerschlag τόνισε πως όλα οφείλονται στα βιολογικά μονοπάτια που αυτά τα γονίδια μοιράζονται στον εγκέφαλο. «Βρήκαμε ότι υπάρχουν κοινοί βιολογικοί μηχανισμοί που λειτουργούν σε αυτές τις διαταραχές και όλα στρέφονται στις λειτουργίες των εγκεφαλικών κυττάρων», είπε η Dr. Hammerschlag.
Στη συνέχεια, προσθέτει: «Η σύναψη παίζει ζωτικό ρόλο, καθώς πρόκειται για το σημείο σύνδεσης ανάμεσα στα εγκεφαλικά κύτταρα όπου τα τελευταία επικοινωνούν το ένα με το άλλο. Βρήκαμε επίσης ότι τα γονίδια που είναι ενεργά στον εγκέφαλο είναι σημαντικά, ενώ εκείνα που δρουν σε άλλους ιστούς δεν παίζουν κανένα ρόλο».
Τώρα, νέα φάρμακα θα μπορούσαν να στοχεύουν σε αυτά τα κοινά μονοπάτια. «Τα ευρήματά μας αποτελούν ένα πρώτο βήμα για την ανάπτυξη νέων φαρμάκων, τα οποία μπορεί να αποδειχθούν εξαιρετικά αποτελεσματικά για τους ασθενείς, ασχέτως της ακριβούς διάγνωσης. Η γνώση αυτή θα μας φέρει επίσης πιο κοντά στην ανάπτυξη αποτελεσματικών εξατομικευμένων αγωγών και θεραπειών», συμπεραίνουν οι επιστήμονες.