Δευτερογενής Ναρκισσισμός: «Αιφνιδιάστηκα. Μετά από 40 χρόνια στη δουλειά μου, όντας αφοσιωμένος εργαζόμενος, απολύθηκα. Δεν μπορούσα καν να τους επικοινωνήσω το άγχος για το πώς θα συντηρούσα την οικογένειά μου. Ο φόβος για το τι θα σκέφτονταν οι άλλοι για μένα. Ξέρω ότι αυτό συμβαίνει στους ανθρώπους συνέχεια, αλλά εγώ απλά δεν μπορούσα να το αντέξω, οπότε κυριολεκτικά μάζεψα μια βαλίτσα και έφυγα.
Πρώτα έμεινα σε ένα μοτέλ, μετά στο διαμέρισμα ενός φίλου μου, μετά στην καλύβα του ξαδέρφου μου. Έβλεπα σειρές με υπερήρωες, έπινα μπύρες, έκανα καταστροφικές σκέψεις και ονειροπολούσα. Σκεφτόμουν όταν ήμουν παιδί και περιπλανιόμουν μόνος στο δάσος. Γύρισα πίσω αφού ο φίλος μου με πίεσε και ο ξάδερφός μου ήθελε πίσω την καλύβα του. Ακόμα δεν μπορώ να αντιμετωπίσω κανέναν. Θα έδινα τα πάντα για να μετακομίσω κάπου αλλού ή να γίνω κάποιος άλλος ή απλά να μείνω μόνος. Με ένα σκύλο και ένα καλάμι ψαρέματος και χωρίς να απαντώ σε τηλεφωνήματα και emails. Έστειλα ένα email που δεν έπρεπε να στείλω και νομίζω ότι αυτό με κατέστρεψε. Στη δουλειά. Απλά δεν μπόρεσα να συγκεντρωθώ εκείνη τη στιγμή και πρόσβαλα κάποιον».
Μερικές φορές, η πραγματικότητα είναι πολύ δύσκολη για να την αντέξουμε και ένα ευάλωτο άτομο υποχωρεί σε αυτό που έχει περιγραφεί ως δευτερογενής ναρκισσισμός. Αν και κλασικοί ψυχαναλυτές όπως ο Φρόιντ και ο Winnicott έγραψαν γι’ αυτόν, δεν περιλαμβάνεται συχνά στις τρέχουσες περιγραφές των εκδοχών του ναρκισσισμού. Ίσως θα άξιζε να εστιάζουμε περισσότερο σε αυτόν, καθώς μπορεί να αντικατοπτρίζει μια πιο προσωρινή και θεραπεύσιμη εκδοχή αυτής της κατάστασης.
Ο δευτερογενής ναρκισσισμός περιλαμβάνει τη διαφυγή μετά από έναν τεράστιο τραυματισμό του εγώ. Υπάρχουν δύο μορφές αποστασιοποίησης ή διαφυγής – η φυσική αποσύνδεση από τους άλλους και η ψυχική αποσύνδεση από πραγματικότητες που μοιάζουν αφόρητες. Περιλαμβάνει επίσης τη στροφή της αγάπης προς τον εαυτό και μακριά από τους άλλους. Ο Φρόιντ όρισε τον δευτερογενή ναρκισσισμό ως απόσυρση της λίμπιντο ή των συναισθημάτων αγάπης από τα αντικείμενα (άλλους ανθρώπους) και έξαρση της «μεγαλομανίας», της ψευδαισθησιακής αίσθησης μεγαλείου.
Κατάρρευση πριν την ανάκαμψη
Ο δευτερογενής ναρκισσισμός έχει συνήθως καλύτερη πρόγνωση από τον πρωτογενή, ο οποίος συνήθως θεωρείται παγιωμένος και δύσκολα θεραπεύσιμος. (Τα χαρακτηριστικά μπορεί να υπάρχουν και στις δύο περιπτώσεις, αλλά ίσως είναι πιο εύπλαστα και εξαρτώμενα από τις περιστάσεις στο δευτερογενές είδος). Τα χαρακτηριστικά σύμφωνα με το DSM-5 είναι: μεγαλομανία, φαντασιώσεις ευφυΐας, ανωτερότητας και ιδανικής αγάπης, φθόνος, συμπεριφορές εκμετάλλευσης και επιθυμία για συνεχή θαυμασμό.
Στη βιβλιογραφία περιγράφεται η ιδέα ότι η κατάρρευση είναι μερικές φορές ένα απαραίτητο βήμα στην πορεία προς την ανάρρωση. Ο Ernst Kris ανέπτυξε την έννοια της «παλινδρόμησης στην υπηρεσία του εγώ». Ο ψυχαναλυτής και παιδίατρος D.W. Winnicott έγραψε: «Είναι χρήσιμο να σκεφτούμε την απόσυρση ως μια κατάσταση στην οποία το άτομο (παιδί ή ενήλικας) κρατά ένα παλινδρομημένο κομμάτι του εαυτού και το περιθάλπει, εις βάρος των εξωτερικών σχέσεων». Ο Καρλ Γιουνγκ είχε μια πολυετή απόσυρση, την οποία αργότερα περιέγραψε ως «δημιουργική ασθένεια», καθώς οδήγησε σε ορισμένες από τις καινοτομίες του.
Απελπισία και φυγή στη φαντασία
Η ψυχαναλύτρια Laura Colombi υποστηρίζει ότι ορισμένοι άνθρωποι είναι ευάλωτοι στην αυταπάτη ως μηχανισμό αντιμετώπισης. Αντιπαραβάλλει τη φυγή στη φαντασία με την υγιή φαντασία. Σύμφωνα με την Colombi, οι άνθρωποι που έχουν λίγες ελπίδες στις σχέσεις αντικειμένου (σχέσεις αγάπης με τους άλλους) λόγω παιδικού τραύματος του εγώ είναι επιρρεπείς στο να καταφύγουν στη φαντασία και σε μεγαλοπρεπείς παραληρητικές ιδέες.
Η απελπισία που οδηγεί στη φυγή μπορεί να βασίζεται σε πρώιμες εμπειρίες αδυναμίας, όπως ανασφαλής προσκόλληση, αυταρχικοί γονείς, σωματική κακοποίηση, που περιλαμβάνουν ταπείνωση, ντροπή, υποβάθμιση, εκμετάλλευση ή παραμέληση. Οι αυθαίρετοι και απρόβλεπτοι κανόνες μπορούν να προκαλέσουν απελπισία και αβεβαιότητα.
Οι γονείς μπορεί να είναι καλοί φροντιστές και να έχουν καλές προθέσεις, αλλά να αγνοούν τη νοημοσύνη, τις ευαισθησίες, την καρδιά και την ψυχή του παιδιού. Η αυθόρμητη, αυθεντική έκφραση μπορεί να καταπνίγεται ή ακόμη και να τιμωρείται. Το να μην είναι κανείς σε επαφή με τις κλίσεις, τα γούστα, τις επιθυμίες και τις προτιμήσεις του μπορεί να οδηγήσει σε επώδυνη διαταραχή της ταυτότητας και σε μια προσωπικότητα σαν χαμαιλέων, σα να μην υπάρχει συμπαγές εγώ, με τις συγχύσεις που το συνοδεύουν.
Η αίσθηση της αδυναμίας μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλα όνειρα και παραληρητικές ιδέες στις οποίες το παιδί είναι παντογνώστης, άτρωτος και παντοδύναμος. Ο ψεύτικος εαυτός, βασισμένος σε αυτές τις φαντασιώσεις, μπορεί να είναι παρήγορος και προσαρμοστικός κατά την παιδική ηλικία, αλλά μια επιβάρυνση αργότερα.
Στον δευτερογενή ναρκισσισμό, η απομόνωση μπορεί να είναι απαραίτητη για την πραγματοποίηση των μεγαλοπρεπών φαντασιώσεων που καθησυχάζουν τον εαυτό, καθώς και για την εστίαση στην αγάπη προς τον εαυτό. Μπορεί να μην θέλουν να βρίσκονται κοντά σε άλλους που βασίζονται στην πραγματικότητα, καθώς η πραγματικότητα μπορεί να γίνεται αντιληπτή σαν επίθεση.