Ψυχική Υγεία

«Αφομοιωτική Εσωτερίκευση»: Η διαδικασία της δημιουργίας του εαυτού μέσω των σημαντικών άλλων

«Αφομοιωτική Εσωτερίκευση»: Η διαδικασία της δημιουργίας του εαυτού μέσω των σημαντικών άλλων
Όμως η διαδικασία διαμόρφωσης του εαυτού δεν σταματάει ή δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Αντίθετα, συνεχίζει να εξελίσσεται σε ολόκληρη τη διάρκεια της ζωής με την εσωτερίκευση των σημαντικών σχέσεων μετατρέπει τον εαυτό του ανθρώπου σε ένα πολύ περίπλοκο στοιχείο της προσωπικότητάς του.

Your browser does not support the video tag. https://grx-obj.adman.gr/grx/creatives/sanofi/20876/better-understanding-insulin.mp4

«Αφομοιωτική Εσωτερίκευση»: Οι απόγονοι του ανθρώπου έχουν τη δυνατότητα να επιβιώνουν και να ενηλικιώνονται μόνο όταν γεννιούνται και διανύουν τα πρώτα χρόνια της ζωής τους μέσα σε κάποιας μορφής προστατευμένο οικογενειακό περιβάλλον. Αφομοιωτική εσωτερίκευση Οι συναισθηματικές αλληλεπιδράσεις που εξελίσσονται μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον (και αφορούν αρχικά το παιδί και τη μητέρα του και αργότερα το παιδί και τους υπόλοιπους σημαντικούς άλλους) επηρεάζουν δραστικά την ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη των νεαρών μελών της οικογένειας.


Μια από τις πλέον σημαντικές πτυχές της ψυχοσυναισθηματικής ανάπτυξης του παιδιού είναι η διαδιακασία της δημιουργίας του εαυτού.

Ο Kohut (1971) εξήγησε ότι αρχικά το νεογέννητο παιδί κατέχει έναν εαυτό πλήρως ασαφή και αδιαφοροποίητο. Ειδικότερα, στην αρχή της ζωής η έννοια του εαυτού του παιδιού περιλαμβάνει απλώς μια ομάδα αντανακλαστικών και μια έμφυτη δυνατότητα για ανάπτυξη.

Σταδιακά όμως, με τη διαρκή φροντίδα, την καθοδήγηση και την ενθάρρυνση των γονέων, ο εαυτός του παιδιού μετατρέπεται σε κεντρική οργανωτική δύναμη της ψυχής.

Όπως υποστήριξε ο Kohut, το μικρό παιδί μπορεί να σχηματίσει μια συγκεκριμένη εικόνα για τον εαυτό του μονάχα εφόσον του παρέχεται επαρκής βοήθεια και υποστήριξη από το οικογενειακό του περιβάλλον.

Μόλις το παιδί διαλύσει την αρχική αυταπάτη της συμβίωσης με τη μητέρα, κάθε φορά που αυτή απομακρύνεται από το οπτικό του πεδίο, εκείνο βιώνει πολύ έντονα μοναξιά, φόβο και άγχος. Για να μπορέσει το παιδί να απαλύνει τα συγκεκριμένα οδυνηρά συναισθήματα, διαμορφώνει στη φαντασία του το είδωλο της μητέρας του. Το είδωλο αυτό κρατάει συντροφιά στο παιδί όταν η μητέρα απουσιάζει.

Το μικρό παιδί δηλαδή εσωτερικεύει τη μητρική παρουσία στην προσπάθειά του να μειώσει το άγχος της εγκατάλειψης το οποίο αισθάνεται όταν μένει μοναχό του.

Με την πάροδο του χρόνου το παιδί εσωτερικεύει επίσης όλα τα υπόλοιπα σημαντικά άτομα του στενού οικογενειακού του περιβάλλοντος (πατέρα, αδέρφια, παππούδες, γιαγιάδες κ.λπ) με τα οποία έχει δημιουργήσει στενούς συναισθηματικούς δεσμούς προσκόλλησης.

Στη νηπιακή ηλικία εδραιώνονται οι λεκτικές ικανότητες του παιδιού, και τότε η γλώσσα αρχίζει να χρησιμοποιείται ως βασικό εργαλείο των διαπροσωπικών επαφών.

Το νήπιο δηλαδή αρχίζει να επικοινωνεί λεκτικά τόσο με τους γύρω του ανθρώπους όσο και με τα εσωτερικευμένα είδωλα των σημαντικών άλλων. Έτσι, με την πάροδο του χρόνου οι εσωτερικευμένες οντότητες του παιδιού μετατρέπονται από οπτικές παρουσίες σε εσωτερικές φωνές.

Βεβαίως, οι εσωτερικευμένες αυτές φωνές (οι οποίες υπάρχουν μέσα στο νου όλων των μικρών παιδιών) αντανακλούν τις στάσεις, τα συναισθήματα και τα σχόλια των σημαντικών ανθρώπων της ζωής τους.

Σταδιακά οι εσωτερικευμένες οντότητες του παιδιού μεταβολίζονται ή αφομοιώνονται από αυτό, δηλαδή το παιδί αρχίζει να βιώνει τα είδωλα των σημαντικών άλλων σαν να ήταν κάποια δικά του κομμάτια.

Το υλικό το οποίο προέρχεται από την αφομοίωση των σημαντικών άλλων διαμορφώνει την πρωταρχική βάση του αποκαλούμενου «εαυτού» του παιδιού.

Ο Kohut αποκάλεσε τη διαδικασία της δημιουργίας του εαυτού μέσω της εσωτερίκευσης των σημαντικών άλλων «αφομοιωτική εσωτερίκευση».

Συνεπώς, η βαθύτερη εσωτερική αίσθηση την οποία όλοι οι άνθρωποι έχουν για τον εαυτό τους δημιουργείται στα πρώτα χρόνια της ζωής τους μέσω της διαδικασίας της αφομοιωτικής εσωτερίκευσης των σημαντικών άλλων.

Με άλλα λόγια, όπως πολύ χαρακτηριστικά είπε ο Cashdan (1988), «βασικά εμείς οι άνθρωποι είμαστε οι σημαντικοί άλλοι της ζωής μας».

Εφόσον το πρωταρχικό τμήμα του εαυτού δημιουργείται από την αφομοίωση των εσωτερικευμένων γονεϊκών ειδώλων, η βαθύτερη αποδοχή και η υπερηφάνεια για τον εαυτό δεν είναι τίποτα άλλο παρά απλά προϊόντα του γονεϊκού επαίνου.

Αντίθετα, οι ενοχές και η ντροπή που πολλοί άνθρωποι αισθάνονται για τον εαυτό τους αποτελούν το θλιβερό αποτέλεσμα της γονεϊκής απόρριψης ή της κριτικής την οποία δέχτηκαν στην τρυφερή τους ηλικία.

Επομένως η αυτοεκτίμηση, η αυτοπεποίθηση και η αυταξία που οι άνθρωποι διατηρούν για τον εαυτό τους έχουν λαξευτεί στη διάρκεια των πρώτων χρόνων της ζωής.

Αυτό σημαίνει ότι η γενική αυτοεικόνα των ανθρώπων βασίζεται στα απομεινάρια των εσωτερικών διαλόγων τους οποίους διεξήγαγαν όταν ήταν παιδιά, των σημαντικών άλλων.

Έτσι, όταν ορισμένοι άνθρωποι ομολογούν ότι δεν τους αρέσει ο εαυτός τους ή ότι μισούν τον εαυτό τους, στην πραγματικότητα αυτό που αποκαλύπτουν είναι ότι στο ξεκίνημα της ζωής τους κάποιος ή κάποιοι σημαντικοί άνθρωποι τους απέρριψαν, τους υποτίμησαν και τους έκαναν να νιώσουν πόνο, ενοχές και ντροπή για τον εαυτό τους.

Επομένως, οι γονείς θα πρέπει να γνωρίζουν ότι, αν συχνά και απερίσκεπτα αποκαλούν, για παράδειγμα, «βλάκα» το μικρό παιδί τους κάθε φορά που θυμώνουν, δεν προκαλούν μόνο απλή προσωρινή στενοχώρια ή ντροπή στο παιδί τους.

Αντίθετα, το παιδί την ώρα της γονεϊκής κριτικής εσωτερικεύει και αφομοιώνει τη στάση και τα αρνητικά συναισθήματα του απορριπτικού γονέα και τα μετατρέπει σε μόνιμο και σταθερό τμήμα του εαυτού του.

Επομένως, όταν το συγκεκριμένο παιδί μεγαλώσει θα αισθάνεται ότι είναι κουτό, παρά το γεγονός ότι στην πραγματικότητα μπορεί να είναι πολύ έξυπνο.

Επιπλέον, ο ίδιος άνθρωπος (φυσικά χωρίς να το καταλαβαίνει) θα επιχειρεί διαρκώς να ταιριάζει τις πράξεις και τις αποφάσεις του με τις πεποιθήσεις τις οποίες διατηρεί για τον εαυτό του. Είναι δηλαδή πιθανό να υποβαθμίζει τις ικανότητές του ή να παίρνει λαθεμένες αποφάσεις, απλώς και μόνο επειδή οι κινήσεις του αυτές θα συνάδουν με το χαρακτηριστικό του «βλάκα» με το οποίο εμποτίστηκε βαθιά η εικόνα του εαυτού του.

Θα πρέπει να τονιστεί το γεγονός ότι τα μικρά παιδιά είναι εντελώς αβοήθητα και ανυπεράσπιστα στην αρνητική κριτική των ενηλίκων και ειδικά των γονέων τους. Αυτό συμβαίνει κυρίως διότι όλα τα παιδιά θαυμάζουν υπέρμετρα τους γονείς τους και τους θεωρούν παντοδύναμους και πάνσοφους.

Επιπλέον, τα παιδιά δεν διαθέτουν ακόμα ολοκληρωμένη λογική και κριτική που προέρχεται από τους γονείς προκαλεί σε όλα τα μικρά παιδιά πολύ έντονα συναισθήματα στενοχώριας, ντροπής και απογοήτευσης για τον εαυτό. Τα αρνητικά αυτά συναισθήματα πολύ συχνά απωθούνται μακριά από τη συνειδητή εγρήγορση, «απογυμνώνοντας» τα θλιβερά επεισόδια της γονεϊκής κριτικής από το οδυνηρό τους κομμάτι.

Οι περισσότεροι άνθρωποι συνήθως θυμούνται τα επεισόδια της γονεϊκής κριτικής, αλλά δεν μπορούν να ανακαλέσουν το πώς οι ίδιοι ένιωθαν στη διάρκεια των συγκεκριμένων επεισοδίων.

Γι’αυτό, πολλοί άνθρωποι συνηθίζουν να γελούν όταν περιγράφουν κάποιες τραγικές στιγμές που έζησαν όταν ήταν μικρά παιδιά.

Μακριά από το συνειδητό πεδίο απωθείται επίσης η μειονεκτική αίσθηση για τον εαυτό και έτσι παραμένει απρόσιτη και ανεπηρέαστη από τις λογικές παρεμβάσεις της ώριμης ηλικίας.

Γι’ αυτό πολλοί άνθρωποι, ενώ καταδικάζουν τις επιθέσεις που δέχτηκαν από τους γονείς τους, δεν έχουν τη δυνατότητα να μεταβάλουν τα παράλογα αρνητικά συναισθήματα τα οποία νιώθουν για τον εαυτό τους.

Τέλος, συχνά συναντώνται άνθρωποι οι οποίοι μπορούν να αναγνωρίσουν ορθολογιστικά τις επιτυχίες της ζωής τους, όμως παράλληλα διατηρούν μια χαμηλή εκτίμηση για τον εαυτό τους.

Οι συγκεκριμένοι άνθρωποι έχουν καταφέρει με πολύ κόπο να «επιτύχουν» οικονομικά ή επαγγελματικά στη ζωή τους. Εντούτοις, οι ίδιοι θεωρούν την τύχη ή τους εξωτερικούς παράγοντες υπεύθυνους για την επιτυχία τους, διότι η απωθημένη γονεϊκή κριτική την οποία έχουν εισπράξει παρεμποδίζει την απόλαυση της προσωπικής επιτυχίας.

Η μειονεκτική αίσθηση για τον εαυτό αντιμετωπίζεται πολύ δύσκολα όχι μόνο επειδή έχει την έδρα της στο ασυνείδητο, αλλά και γιατί πολλές φορές δημιουργείται στη διάρκεια της προγλωσσικής περιόδου.

Στην προγλωσσική περίοδο η λεκτική ικανότητα του παιδιού δεν είναι ανεπτυγμένη, οπότε το παιδί δεν έχει τη δυνατότητα να επεξεργαστεί και να κατηγοριοποιήσει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του.

Έτσι τα αρνητικά συναισθήματα για τον εαυτό δεν μπορούν να εξωτερικευτούν και να εκφραστούν μέσω της λεκτικής οδού. Επομένως, οι άνθρωποι νιώθουν μειονεκτικά να μεταβάλουν, αλλά δεν μπορούν ούτε να τα κατανοήσουν ούτε να τα εκφράσουν.

Η πρώτη εμφάνιση του εαυτού σηματοδοτείται γλωσσικά όταν το νήπιο σταματήσει να αναφέρεται στο τρίτο πρόσωπο κάθε φορά που μιλάει για τον εαυτό του (π.χ. «ο Αντώνης διψάει») και αρχίσει να χρησιμοποιεί τη λέξη «εγώ» (π.χ. «εγώ διψάω»).

Όμως η διαδικασία διαμόρφωσης του εαυτού δεν σταματάει ή δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Αντίθετα, συνεχίζει να εξελίσσεται σε ολόκληρη τη διάρκεια της ζωής με την εσωτερίκευση των σημαντικών σχέσεων μετατρέπει τον εαυτό του ανθρώπου σε ένα πολύ περίπλοκο στοιχείο της προσωπικότητάς του.

Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε η Mead (1934), ο ατομικός εαυτός δεν αποτελεί ένα απλό ή ένα στατικό στοιχείο, αλλά είναι ένας ενεργός μηχανισμός μέσω του οποίου ενσωματώνεται στην ψυχή του ανθρώπου ολόκληρο το κοινωνικό του περιβάλλον.