Μία μελέτη που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Journal of Family Psychology απέδειξε ότι οι αρνητικές συναισθηματικές σχέσεις με μέλη της οικογένειας είχαν σημαντική επίδραση στην επιδείνωση της υγείας ενώ οι ερωτικές σχέσεις δεν είχαν καμία επίδραση στην μακροχρόνια υγεία.
Τι απέδειξαν οι ερευνητές;
Η ερευνητική ομάδα παρατηρούσε 2.802 συμμετέχοντες για πάνω από 20 χρόνια. Τρείς φάσεις είχε η έρευνα, η οποία ξεκίνησε από το 1995 και τελείωσε το 2014. Ο μέσος συμμετέχων ήταν 45 ετών κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης της έρευνας.
Κατά τη διάρκεια αυτής, οι συμμετέχοντες ανέφεραν το «οικογενειακό συναισθηματικό κλίμα» αξιολογώντας την οικογενειακή πίεση και στήριξη που ένιωθαν. Επανέλαβαν τις ίδιες μετρήσεις για τις ερωτικές σχέσεις.
Για να αξιολογήσουν την σωματική υγεία, οι συμμετέχοντες κατέγραψαν χρόνια συμπτώματα ή ασθένειες που είχαν εμφανίσει 12 μήνες πριν το ερωτηματολόγιο (όπως πονοκεφάλους, εγκεφαλικά επεισόδια και στομαχικά προβλήματα). Επίσης, αξιολόγησαν την υγεία τους από το άριστα έως το πολύ κακή.
Τα δεδομένα της δεύτερης φάσης, που έλαβε χώρα 10 χρόνια αργότερα, έδειξαν ότι οι συμμετέχοντες που σκόραραν υψηλά στην οικογενειακή στήριξη είχαν βελτιωμένη εικόνα υγείας. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι η υγεία δεν συνδεόταν καθόλου με τις ερωτικές σχέσεις.
Ποια η σημασία αυτών των αποτελεσμάτων;
Οι παραδοσιακές απόψεις περί γάμου έχουν αλλάξει στις τελευταίες γενιές. Είναι πολλοί εκείνοι που επιλέγουν να παντρευτούν σε μεγαλύτερη ηλικία κι αυτοί οι γάμοι καταλήγουν σε διαζύγιο, αλλά με την οικογένεια δύσκολα κόβονται οι δεσμοί.
Η συντριπτική πλειοψηφία των συμμετεχόντων είχαν γονείς ή αδέρφια που ζούσαν. Η σχέση τους όμως με τον/τη σύζυγο ή τον/τη σύντροφο ήταν λιγότερο πιθανό να διαρκούσε τόσο όσο τα μέλη της οικογένειας. Οι ερευνητές ελπίζουν τα ευρήματα αυτά να ενθαρρύνουν τους επαγγελματίες υγείας να εστιάζουν στην παρέμβαση στην οικογένεια όταν αντιμετωπίζουν και αξιολογούν ασθενείς. Αυτή η πρακτική άλλωστε εφαρμόζεται έως ένα βαθμό σε παιδιά• χρειάζεται να εφαρμοστεί και στους ενήλικες.