Ένα αφανές πρόβλημα που δεν είναι τόσο μακριά μας όσο νομίζουμε. Το να νιώθει κανείς άβολα σε ορισμένες περιστάσεις, όπως για παράδειγμα σε μία συνέντευξη για δουλειά ή σε ένα πρώτο ραντεβού, είναι κάτι συνηθισμένο και δεν σημαίνει αυτομάτως ότι κάποιος έχει κοινωνική φοβία. Όταν όμως το άγχος αυτό κλιμακώνεται σε τέτοιο βαθμό, ώστε να προκαλεί στο άτομο υπερβολική δυσφορία, ανησυχία ή φόβο, ακόμα και στις συνήθεις καθημερινές αλληλεπιδράσεις, τότε ενδέχεται η διάγνωση να είναι η διαταραχή κοινωνικού άγχους, γνωστή επίσης και ως κοινωνική φοβία.
Τι είναι;
Η διαταραχή κοινωνικού άγχους είναι η υπερβολική ανησυχία ενός ατόμου ότι θα γελοιοποιηθεί ή θα κατακριθεί σε καταστάσεις στις οποίες θεωρεί ότι το βλέπουν ή ότι είναι εκτεθειμένο, σύμφωνα με την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία. «Τα άτομα που διαγιγνώσκονται με διαταραχή κοινωνικού άγχους, δυσκολεύονται ιδιαιτέρως να εκπληρώσουν καθημερινές δραστηριότητες, όπως το να πάνε στη δουλειά τους ή να παρευρεθούν σε κοινωνικές εκδηλώσεις», αναφέρει η Αμερικανική Εταιρεία Άγχους και Κατάθλιψης. Αν και συχνά η διαταραχή αυτή συγχέεται με τη συστολή, μια έρευνα που διεξήγαγε το Εθνικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας των ΗΠΑ έδειξε ότι μόνο το 12% των ατόμων που είχαν χαρακτηριστεί ως «ντροπαλοί», πληρούσαν τα κριτήρια της διαταραχής κοινωνικού άγχους.
Συμπτώματα
Τα συμπτώματα ποικίλουν, αλλά στα βασικότερα συγκαταλέγονται τα παρακάτω:
Τα άτομα είναι ιδιαίτερα ευερέθιστα και ανήσυχα σε κοινωνικές καταστάσεις, σε μεγαλύτερο βαθμό από κάποια περιστασιακή νευρικότητα που μπορεί να νιώσει ο καθένας μας. Έχουν υπερβολικό άγχος ότι θα γίνουν ο περίγελος ή ότι θα κριθούν από τους άλλους ανθρώπους, ακόμα και όταν δεν έχουν καμία ένδειξη γι’ αυτό. Είναι πιθανό, για παράδειγμα, να πιστεύουν ότι, μπαίνοντας σε ένα δωμάτιο, όλοι τους κοιτούν. Υπάρχουν, πέρα από τα κοινωνικά, και τα φυσικά συμπτώματα, τα οποία μπορεί να εκδηλωθούν ακόμα και πριν την αγχογόνο περίσταση, μόνο λόγω της σκέψης της. Σε αυτά συγκαταλέγονται: ιδρώτας, τρέμουλο, σύγχυση, μυϊκή τάση, ταχυκαρδία, κοκκίνισμα, ενοχλήσεις στο στομάχι κ.α. Τέλος, είναι ιδιαίτερα δύσκολο να διατηρηθούν φιλίες, καθώς οι πάσχοντες προσπαθούν να περιορίσουν κατά το δυνατό τις κοινωνικές καταστάσεις και συναναστροφές και, όταν είναι υποχρεωμένοι να παρευρεθούν, μένουν σιωπηλοί ή φέρνουν μαζί τους κάποιο οικείο πρόσωπο για να νιώθουν ασφάλεια.
Αιτιολογικοί παράγοντες
Πολύ λίγα πράγματα είναι γνωστά για τους παράγοντες που συντείνουν στην εμφάνιση της συγκεκριμένης διαταραχής. Ωστόσο η Τσέριλ Καρμεν, ψυχίατρος και διευθύντρια κλινικής ψυχολογίας του Ιατρικού Κέντρου Wexner του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Οχάιο, σύμφωνα με το Live Science, υπογραμμίζει ότι «τόσο βιολογικοί όσο και περιβαλλοντικοί παράγοντες διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην εμφάνιση της διαταραχής».
Έχει βρεθεί ότι στα άτομα με κοινωνική φοβία, η δυσλειτουργία ορισμένων νευροδιαβιβαστών, κυρίως της σεροτονίνης, σχετίζεται με τη διαταραχή, παρότι το εύρημα αυτό είναι το ίδιο και για άλλες αγχώδεις διαταραχές. Η βιολογική βάση στηρίζεται επίσης από το γεγονός ότι η διαταραχή εμφανίζεται ήδη από την αρχή της εφηβείας. Παρόλα αυτά οι πάσχοντες διστάζουν σε μεγάλο βαθμό να ζητήσουν βοήθεια που μπορεί να τους πάρει έως και δέκα χρόνια…
Τα στοιχεία για το ρόλο των περιβαλλοντικών παραγόντων είναι πολλαπλά. Η κ. Τσέριλ Κάρμεν υποστηρίζει ότι το άγχος είναι θέμα μάθησης. Έτσι, όταν μια μαμά ρωτά με αθωότητα το παιδί της αν έχει άγχος πριν από μια παράσταση, του μαθαίνει εμμέσως ότι αυτή είναι μια κατάλληλη περίσταση για να έχει κανείς άγχος.
Επιπρόσθετα, τα συμπτώματα εμφανίζονται συνήθως σε περιστάσεις όπου το άτομο θα μπορούσε δυνητικά να γίνει αντικείμενο κριτικής, γι’ αυτό και όσοι πάσχουν, αποφεύγουν να είναι το επίκεντρο της προσοχής, ακόμα και σε θεωρητικά «ευχάριστες» καταστάσεις, π.χ. σε γενέθλια. Παράλληλα, ένα άτομο μπορεί να φαίνεται λειτουργικό στις περισσότερες κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, αλλά να έχει ιδιαίτερη δυσκολία σε κάποια συγκεκριμένη περίσταση, όπως να βγάλει λόγο ενώπιον κοινού.
Μια από τις ευκολότερες λύσεις για την κοινωνική φοβία -στην οποία πολλοί καταφεύγουν- είναι το αλκοόλ. Γύρω στο 20% των ατόμων που έχουν διαγνωσθεί με διαταραχή κοινωνικού άγχους, κάνουν κατάχρηση αλκοόλ ή και ναρκωτικών, σύμφωνα με την Αμερικανική Εταιρεία ‘Αγχους και Κατάθλιψης και το Εθνικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας των ΗΠΑ.
Θεραπευτικές παρεμβάσεις
Η φαρμακευτική αγωγή και η ψυχοθεραπεία συνιστούν τις δύο βασικές οδούς καταπολέμησης της κοινωνικής φοβίας. Αυτές χρησιμοποιούνται είτε ξεχωριστά είτε συνδυαζόμενες. Σε ό,τι αφορά τη φαρμακευτική αγωγή, σε περιπτώσεις διαταραχής κοινωνικού άγχους, συνήθως συνταγογραφούνται αντικαταθλιπτικά ή αγχολυτικά και συγκεκριμένα SSRIs, δηλαδή εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης. Οι αναστολείς μονοαμινοξειδάσης έχουν επίσης χρησιμοποιηθεί, αν και υπάρχουν σημαντικοί περιορισμοί στη διατροφή κατά την πρόσληψή τους. Ταυτόχρονα και οι βήτα-αποκλειστές φαίνεται να είναι ορισμένες φορές αποτελεσματικοί.
Από τα μοντέλα ψυχοθεραπείας το πιο ευρέως διαδεδομένο για τη συγκεκριμένη διαταραχή είναι η γνωσιακή – συμπεριφορική θεραπεία (CBT), η οποία επικεντρώνεται στο να αλλάξει ο τρόπος που ένας άνθρωπος σκέφτεται, συμπεριφέρεται και αντιδρά, όταν αυτό τον δυσκολεύει. Η μέθοδος αυτή βοηθά τους πάσχοντες να καταλάβουν πώς οι σκέψεις τους συντηρούν τους φόβους τους. Σταδιακά οδηγεί τους ανθρώπους να κατανοήσουν πως αν o τρόπος που σκέφτονται, συντελεί στη διατήρηση του άγχους, τότε μπορούν να ωφεληθούν, αν διορθώσουν τις δυσλειτουργικές αντιλήψεις τους.