Η χρόνια ιγμορίτιδα μπορεί να προκαλείται από την απώλεια της φυσιολογικής μικροβιακής βιοποικιλότητας της μύτης μετά από κάποια μόλυνση, γεγονός που έχει ως συνέπεια να αυξάνεται ο πληθυσμός ενός κοινού βακτηρίου, σύμφωνα με μία νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα.
Το «ένοχο» βακτήριο (Corynebacterium tuberculostearicum), που είναι συνηθισμένο και πανταχού παρόν στο ανθρώπινο δέρμα και έως τώρα εθεωρείτο άκακο, εκμεταλλεύεται τη διατάραξη της ποικιλότητας των άλλων μικροοργανισμών για να αποικίσει μαζικά τα ιγμόρια της μύτης.
Οι ερευνητές συνέκριναν δείγματα των μικροβιακών κοινοτήτων από τις ρινικές κοιλότητες δέκα υγιών και δέκα ασθενών με ιγμορίτιδα και παραρρινοκολπίτιδα.
Η ανάλυση έδειξε ότι οι ασθενείς δεν διέθεταν στη μύτη τους μια σωρεία μικροβίων, που αντίθετα υπήρχαν στις μύτες των υγιών ατόμων. Από την άλλη, στις μύτες των ασθενών υπήρχαν μεγάλες ποσότητες του συγκεκριμένου βακτηρίου Corynebacterium tuberculostearicum, το οποίο συνήθως ζει στο μέτωπο, τα μάγουλα και τα μάτια.
Ακόμα, οι ερευνητές ανακάλυψαν στη μύτη των υγιών ανθρώπων ένα κοινό βακτήριο (τον λακτοβάκιλλο Lactobacillus sakei) που φαίνεται πως προστατεύει από τις λοιμώξεις των ρινικών κόλπων και την ιγμορίτιδα. Τα εργαστηριακά πειράματα έδειξαν ότι τα ποντίκια που εμβολιάσθηκαν με αυτό το «καλό» μικρόβιο, εμφάνισαν αυξημένη άμυνα έναντι των ρινικών μολύνσεων.
Το συμπέρασμα, σύμφωνα με τους αμερικανούς επιστήμονες, είναι ότι τα ιγμόρια και οι ρινικοί κόλποι φιλοξενούν μια ποικιλία μικροβίων, μερικά από τα οποία έχουν προστατευτική δράση. Αυτές οι μικροβιακές «ασπίδες» χάνονται κατά τη διάρκεια της χρόνιας παραρρινοκολπίτιδας και ιγμορίτιδας, γι? αυτό η φυσική μικροβιακή οικολογία πρέπει να αποκαθίσταται στο πλαίσιο της θεραπείας.
Όπως όμως διευκρίνισαν οι ερευνητές, η νέα αντίληψη δεν παρέχει ακόμα μία άμεση εναλλακτική θεραπεία.