Παρά το γεγονός ότι ο κίνδυνος ήταν χαμηλός, οι ερευνητές διαπίστωσαν αυξημένο κίνδυνο παιδικής επιληψίας στη Δανία, που είχαν διαγνωστεί με λοίμωξη του κοκίτη, σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό, σύμφωνα με νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό JAMA.
Ο κοκκύτης, μια οξεία λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος, είναι μία από τις πιο κοινές ασθένειες που προλαμβάνονται με εμβολιασμό στην παιδικής ηλικίας στις ανεπτυγμένες χώρες. Παγκοσμίως, υπολογίζεται ότι παρουσιάζονται 16 εκατομμύρια περιπτώσεις κάθε χρόνο, ενώ 50.000 περιπτώσεις κοκίτη αναφέρθηκαν μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2012. Ο κοκίτης χαρακτηρίζεται από σπασμούς που προκαλεί ο βήχας και παρατεταμένη πορεία. Κατά τη διάρκεια της οξείας φάσης, ο κοκίτης συνδέεται με επιληπτικές κρίσεις σε βρέφη, αλλά η πιθανότητα ανάπτυξης επιληψίας δεν έχει γίνει ακόμα γνωστή. Η επιληψία είναι η πιο κοινή νευρολογική διαταραχή της παιδικής ηλικίας και η αιτία της είναι ελάχιστα κατανοητή.
Ο Morten Olsen, MD, Ph.D., από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Aarhus, στη Δανία και οι συνεργάτες του, επέλεξαν ένα δείγμα του πληθυσμό με βάση το ιατρικά μητρώα που κάλυπταν όλα τα νοσοκομεία της Δανίας, για τον εντοπισμό όλων των ασθενών που νόσησαν με κοκίτη και γεννήθηκαν μεταξύ του 1978 και του 2011, ακολουθώντας την πορεία τους έως το 2011.
Οι ερευνητές εντόπισαν 4.700 ασθενείς με κοκίτη (εκ των οποίων το 48 τοις εκατό ήταν άνδρες), εκ των οποίων το 53 τοις εκατό είχαν διαγνωστεί πριν την ηλικία των 6 μηνών με κοκίτη. Στην ομάδα με ιστορικό με κοκίτη, 90 παιδιά είχαν διαγνωστεί με επιληψία, σε σύγκριση με 511 παιδιά στην ομάδα σύγκρισης. Η αθροιστική συχνότητα της επιληψίας στην ηλικία των 10 ετών ήταν 1,7 τοις εκατό των ασθενών στην ομάδα του κοκίτη και 0,9 τοις εκατό για τα μέλη της ομάδα σύγκρισης. Ασθενείς ηλικίας άνω των 3 χρόνων που είχαν διαγνωστεί με κοκίτη δεν είχαν αυξημένο κίνδυνο επιληψίας σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό.
Οι συγγραφείς γράφουν ότι οι πιθανοί μηχανισμοί που διέπουν την παρατηρηθείσα συσχέτιση περιλαμβάνουν υποξική εγκεφαλική βλάβη από βήχα, ίσως μέσω της αυξημένης ενδοθωρακικής και ενδοκοιλιακής πίεσης και αιμοραγιών στο κεντρικό νευρικό σύστημα.