Οι λοιμώξεις στις χειρουργικά εμφυτευμένες καρδιακές βαλβίδες είναι πιο συχνές στους ασθενείς στους οποίους έχει τοποθετηθεί βιολογική προσθετική βαλβίδα παρά σε εκείνους με μηχανική βαλβίδα, σύμφωνα με μελέτη του Karolinska Institutet που δημοσιεύθηκε στο ιατρικό περιοδικό Circulation.
Περίπου 1.500 άτομα υποβάλλονται κάθε χρόνο σε αντικατάσταση αορτικής βαλβίδας στη Σουηδία. Περίπου το 75% των ασθενών λαμβάνουν βιολογική βαλβίδα (από χοίρο ή μόσχο), ενώ στους υπόλοιπους είναι μηχανική. Μια επιπλοκή που επιφέρει υψηλό κίνδυνο θνησιμότητας είναι η ενδοκαρδίτιδα της προσθετικής βαλβίδας, η οποία συμβαίνει όταν η νέα βαλβίδα έχει μολυνθεί από βακτήρια. Μέχρι τώρα, δεν υπήρχαν στοιχεία σχετικά με το αν η συχνότητα μόλυνσης διαφέρει μεταξύ των δύο τύπων βαλβίδων. Είναι επίσης άγνωστο το πόσο συχνές είναι οι μολύνσεις σε μια τεχνητή καρδιακή βαλβίδα.
Η παρούσα μελέτη περιελάμβανε πάνω από 26.500 ασθενείς που τους τοποθετήθηκε προσθετική καρδιακή βαλβίδα μεταξύ 1995 και 2012, εκ των οποίων 940 εμφάνισαν ενδοκαρδίτιδα προσθετικής βαλβίδας. Ο κίνδυνος μόλυνσης στην τεχνητή βαλβίδα ήταν περίπου 50% υψηλότερος με βιολογική πρόθεση παρά με μηχανική. Ο χρόνος παρακολούθησης ήταν έως και 18 έτη.
“Δεν περίμενα αυτή τη μεγάλη διαφορά”, λέει η Natalie Glaser, διδακτορική φοιτήτρια στο Τμήμα Μοριακής Ιατρικής και Χειρουργικής του Karolinska Institutet. “Τα αποτελέσματά μας είναι σημαντικά καθώς μας παρέχουν περισσότερες πληροφορίες για τις επιπλοκές μετά την χειρουργική αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας.”
Οι τρέχουσες ευρωπαϊκές καρδιολογικές κατευθυντήριες οδηγίες αναφέρουν ότι δεν υπάρχει διαφορά στην επίπτωση της λοίμωξης μεταξύ των δύο τύπων εμφυτεύματος. Η Δρ Glaser υποστηρίζει ότι αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι οι προηγούμενες μελέτες ήταν πολύ μικρές για να αποκαλύψουν οποιαδήποτε διαφορά και πραγματοποιήθηκαν σε ασθενείς πριν από δεκαετίες. Η παρούσα μελέτη παρέχει επίσης επικαιροποιημένα στοιχεία σχετικά με την ομοιομορφία της επιπλοκής, η οποία επηρέασε συνολικά περίπου το 0,5% των ασθενών ετησίως.
Δείχνει επίσης ότι το ποσοστό θνησιμότητας άγγιξε το επίπεδο του 16% μέσα σε ένα μήνα από τη διάγνωση της μόλυνσης και του 50% μέσα σε πέντε χρόνια. “Η επιλογή της βαλβιδικής πρόθεσης καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την ηλικία του ασθενούς”, λέει ο κύριος ερευνητής Ulrik Sartipy, καρδιοχειρουργός στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Karolinska και καθηγητής στο Τμήμα Μοριακής Ιατρικής και Χειρουργικής στο Karolinska Institutet. “Οι βιολογικές βαλβίδες χρησιμοποιούνται συνήθως για τους ηλικιωμένους ασθενείς για ιατρικούς λόγους, εν μέρει επειδή οι βαλβίδες αυτές δεν απαιτούν δια βίου αγωγή με αντιπηκτικά. Στη μελέτη μας, όσοι έλαβαν βιολογικές βαλβίδες ήταν κατά μέσο όρο 13 έτη μεγαλύτεροι από εκείνους στους οποίους τοποθετήθηκαν μηχανικές βαλβίδες , Αλλά αυτό το λάβαμε υπόψιν στις συγκρίσεις μας. “