Ένα γενετικό τεστ που εφαρμόστηκε πρόσφατα στο Πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ μπορεί να μειώσει σημαντικά τον κίνδυνο καρδιαγγειακών επεισοδίων, βοηθώντας στον εντοπισμό του πιο αποτελεσματικού φαρμάκου για ορισμένους καρδιοπαθείς, σύμφωνα με τα αποτελέσματα μιας μεγάλης μελέτης. Τα ευρήματα παρουσιάστηκαν χθες στο Επιστημονικό Πρόγραμμα του συνεδρίου της American Heart Association στη Νέα Ορλεάνη.
Το τεστ προσδιορίζει μια γενετική ανεπάρκεια που επηρεάζει την ικανότητα του σώματος να ενεργοποιεί την κλοπιδογρέλη, ένα κοινό αντιπηκτικό φάρμακο που χορηγείται μετά την εισαγωγή στεντ σε στεφανιαίο αγγείο. Περίπου το 30% των ασθενών έχουν την γενετική ανεπάρκεια, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη αποτελεσματικότητα της κλοπιδογρέλης και αυξημένο κίνδυνο για ανεπιθύμητα καρδιαγγειακά συμβάματα, όπως εγκεφαλικό επεισόδιο, καρδιακή προσβολή και θάνατο. Στην παρούσα μελέτη από το Εθνικό Ινστιτούτο Γονιδιωματικής Υγείας στην Πράξη (IGNITE), ερευνητές του Τμήματος Φαρμακευτικής του Πανεπιστημίου του Πίτσμπουργκ ανέλυσαν δεδομένα από 1.815 ασθενείς που είχαν υποβληθεί σε γενετικό έλεγχο το χρονικό διάστημα που υποβλήθηκαν στην τοποθέτηση στεντ. Το τεστ επιτρέπει στους γιατρούς να εντοπίσουν την καλύτερη αντιπηκτική αγωγή για κάθε ασθενή.
Η μελέτη απέδωσε σημαντικά αποτελέσματα: σε περίπου στο 60% των ασθενών με τη γενετική ανεπάρκεια δόθηκε μία διαφορετική, πιο αποτελεσματική φαρμακευτική αγωγή. Η χρήση των γενετικών δεδομένων για να καθοδηγηθούν αλλαγές στη θεραπεία μείωσε το ποσοστό των θανάτων, καρδιακής προσβολής ή εγκεφαλικού επεισοδίου σχεδόν κατά το ήμισυ σε σύγκριση με εκείνους που συνέχισαν να λαμβάνουν κλοπιδογρέλη, διαπίστωσαν οι ερευνητές. Ανάμεσα σε αυτούς που είχαν τη γενετική ανεπάρκεια και συνέχισαν να λαμβάνουν κλοπιδογρέλη, 8% παρουσίασαν μία από αυτές τις επιπλοκές. “Είδαμε σημαντικά λιγότερες ανεπιθύμητες ενέργειες στους ασθενείς που άλλαξαν σε ένα εναλλακτικό φάρμακο,” είπε η Larisa Cavallari, Pharm.D., Διευθύντρια του Κέντρου για Φαρμακογενωμική στο College of Pharmacy του Πανεπιστημίου της Φλόριντα, που ηγήθηκε της πολυκεντρικής μελέτης.
Νωρίτερα αυτό το έτος, το ιατρικό κέντρο UPMC Presbyterian έγινε ένα από τα πρώτα ιατρικά κέντρα στις ΗΠΑ που έκανε αυτό το τεστ διαθέσιμο για τους ασθενείς ως μέρος της πλατφόρμας PreCISE-Rx (φαρμακογονιδιωματικά-καθοδηγούμενη μέριμνα ώστε να βελτιωθεί η ασφάλεια και αποτελεσματικότητα των φαρμάκων). «Αυτή η μελέτη είναι ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός, όπως δείχνει αυτή η εφαρμογή της φαρμακογονιδιωματικής για να επιτευχθεί ιατρική ακριβούς προσέγγισης στην ενδοπρόθεση ασθενών με καρδιακή νόσο και μπορεί να προσφέρει σημαντικά οφέλη.» είπε ο Philip Empey, Pharm.D., Ph.D., επίκουρος καθηγητής της φαρμακευτικής και θεραπευτικής Τμήμα Φαρμακευτικής του Πανεπιστημίου Πίτσμπουργκ και επικεφαλής ερευνητής. Το PreCISE-Rx είναι μια κορυφαία πρωτοβουλία του Ινστιτούτου για την Ιατρική ακριβείας (IPM) για να μετακινηθεί η βιοϊατρική έρευνα προς εξατομικευμένη ευζωία και κλινική φροντίδα. «Η επιτυχία της PreCISE-Rx αποδεικνύει ότι η IPM είναι σε καλό δρόμο για να βελτιώσει δραματικά το επίπεδο της περίθαλψης μέσω της ιατρικής ακρίβειας, εκμεταλλευόμενη την παγκόσμιας κλάσης κλινική και ερευνητική εμπειρία στο Πίτσμπουργκ» δήλωσε ο Αντριάν Lee, Ph.D., καθηγητής της φαρμακολογίας και της χημικής βιολογίας στο Πανεπιστήμιο ου Πίτσμπουργκ, και διευθυντής του εκεί Κέντρου Έρευνας του Καρκίνου των Γυναικών.