Η στένωση της αορτικής βαλβίδας είναι μία βαλβιδοπάθεια που συνήθως είναι ασυμπτωματική στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής και επιδεινώνεται με την ηλικία. Είναι η συχνότερη νόσος των καρδιακών βαλβίδων στο δυτικό κόσμο, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού. Περίπου 4,6% των ενηλίκων άνω των 75 ετών πάσχει από αυτήν. Αν και θεραπεία εκλογής για τη σοβαρή συμπτωματική στένωση της αορτικής βαλβίδας είναι η αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας με μεταλλικό ή βιοπροσθετικό μόσχευμα σε ανοικτή χειρουργική επέμβαση, τα τελευταία χρόνια, πραγματοποιείται η αντικατάσταση της βαλβίδας χωρίς την ανάγκη ανοικτού χειρουργείου.
Ο εναλλακτικός τρόπος είναι η διαδερμική τοποθέτηση (αντικατάσταση) της αορτικής βαλβίδας (TAVR). Με αυτή την προσέγγιση, η νέα βιολογική βαλβίδα τοποθετείται στη θέση της παλιάς μέσα από ένα καθετήρα (σωληνάκι) είτε από τη μηριαία αρτηρία είτε από την υποκλείδιο αρτηρία. Ήδη έχουν πραγματοποιηθεί περισσότερες από 120.000 τέτοιες τοποθετήσεις και η μέθοδος συμπεριλαμβάνεται τόσο στις κατευθυντήριες οδηγίες της ευρωπαϊκής καρδιολογικής εταιρείας (2012), όσο και στις κοινές κατευθυντήριες οδηγίες της αμερικανικής καρδιολογικής εταιρείας και του αμερικάνικου κολλεγίου καρδιολογίας (2014).
Η TAVR σχετίζεται με συνολική βελτίωση στη γνωστική λειτουργία, σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Journal of the American College of Cardiology. Ο Vincent Auffret, MD, από το Πανεπιστήμιο Laval στο Κεμπέκ, και οι συνεργάτες αξιολόγησαν τις συνολικές γνωστικές μεταβολές καθώς και σε συγκεκριμένους γνωστικούς τομείς έως και ένα έτος μετά TAVR σε 51 ασθενείς. Οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε TAVR και προοπτικά αξιολογήθηκαν για τη γνωστική λειτουργία με το εργαλείο γνωσιακής αξιολόγησης του Μόντρεαλ (MoCA).
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι προ TAVR με τη χρήση ενός ορίου 23 βαθμών στην MoCA (με μέγιστη βαθμολογία 30 βαθμούς) 39,2 τοις εκατό των ασθενών είχαν γνωστικά ελλείμματα. Βραχυπρόθεσμα (μετά τρεις μήνες) από την TAVR η μέση συνολική βαθμολογία MoCA βελτιώθηκε και παρέμεινε σταθερή σε ένα έτος (P = 0,022). Τέσσερις ασθενείς παρουσίασαν βραχυπρόθεσμα μείωση της γνωστικής λειτουργίας, που επέμεινε μετά έναν χρόνο σε έναν ασθενή (2,0 τοις εκατό). Γνωστική βελτίωση στον ένα χρόνο παρατηρήθηκε σε τέσσερις ασθενείς (7,8 τοις εκατό). Με την πάροδο του χρόνου δεν υπήρξε βελτίωση σε άλλες δοκιμασίες, συμπεριλαμβανομένων και δοκιμασιών λεκτικής ευχέρειας. «Η TAVR συνδέθηκε με τη βελτίωση της γνωστικής λειτουργίας, ιδιαίτερα μεταξύ των ατόμων με νοητική εξασθένηση προ- TAVR» γράφουν οι συγγραφείς.