Ερευνητές από το George Institute for Global Health στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης βρήκαν ότι τα υψηλά επίπεδα χοληστερόλης αυξάνουν τον κίνδυνο της αορτικής στένωσης. Οι βαλβίδες της καρδιάς είναι δυνατόν να υποστούν στένωση, δηλαδή να μην μπορούν να ανοίξουν ικανοποιητικά για να περάσει το αίμα. Η στένωση της αορτικής βαλβίδας είναι η πιο συνηθισμένη πάθηση των βαλβίδων στις ανεπτυγμένες χώρες και πιστεύεται ότι επηρεάζει το 2-7% αυτών ηλικίας άνω των 65 ετών.
Η στένωση της αορτικής βαλβίδας χαρακτηρίζεται από περιορισμένη ροή αίματος μέσω της βαλβίδας, ενώ τα άτομα που έχουν προσβληθεί συνήθως εμφανίζουν συμπτώματα όπως θωρακικό άλγος, δύσπνοια, καρδιακές αρρυθμίες και, σε πιο σοβαρές περιπτώσεις, κατάρρευση και απώλεια συνείδησης. Η ερευνητική ομάδα χρησιμοποίησε μια μέθοδο που ονομάζεται μεντελιανή τυχαιοποίηση για τον προσδιορισμό της αιτιώδους επίδρασης της χοληστερόλης. Οι ερευνητές ήταν σε θέση να κατηγοριοποιήσουν τον πληθυσμό της μελέτης τους -βασίστηκε σε δεδομένα της UK Biobank- με γενετικά προσδιορισμένο επίπεδο χοληστερόλης και μετά να συγκρίνουν τα αποτελέσματα όσον αφορά την έναρξη της στένωσης της αορτικής βαλβίδας.
Η αορτική στένωση είναι η στένωση της αορτικής βαλβίδας, η «πόρτα» μεταξύ του κύριου θαλάμου άντλησης της καρδιάς -της αριστερής κοιλίας- και του κύριου αιμοφόρου αγγείου του σώματος -της αορτής. Η μελέτη έδειξε τι η ύπαρξη υψηλών επιπέδων “κακής” LDL χοληστερόλης για μεγάλο χρονικό διάστημα αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης αυτής της πάθησης, προκαλώντας επιπλέον στρες στην καρδιά για να προωθεί το αίμα σε όλο το σώμα. “Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε αν τα επίπεδα της χοληστερόλης είναι σε υγιή όρια ή όχι”, είπε ο καθηγητής Jeremy Pearson, αναπληρωτής ιατρικός διευθυντής στο British Heart Foundation.
Η απόδειξη ότι η υψηλή χοληστερόλη αποτελεί παράγοντα κινδύνου για τη στένωση της αορτικής βαλβίδας δίνει στους κλινικούς γιατρούς την ευκαιρία να τροποποιήσουν τον κίνδυνο της πάθησης μέσω προληπτικών μέτρων, για παράδειγμα μέσω της χρήσης φαρμάκων που μειώνουν τη χοληστερόλη όπως οι στατίνες. H μελέτη δημοσιεύθηκε στο European Heart Journal.