Ηπατίτιδες

Περίπου 2,3 εκατ. άτομα στον κόσμο έχουν και HIV και ηπατίτιδα C

Περίπου 2,3 εκατ. άτομα στον κόσμο έχουν και HIV και ηπατίτιδα C
Your browser does not support the video tag. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) δημοσίευσε μια έκθεση στην οποία αναφέρει πως περίπου 2,3 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο ζουν με τον ιό HIV έχοντας ταυτόχρονα μολυνθεί από ηπατίτιδα C. H μελέτη που ζητήθηκε από τον ΠΟΥ και πραγματοποιήθηκε από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ και του […]

Your browser does not support the video tag. https://grx-obj.adman.gr/grx/creatives/sanofi/20876/better-understanding-insulin.mp4

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) δημοσίευσε μια έκθεση στην οποία αναφέρει πως περίπου 2,3 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο ζουν με τον ιό HIV έχοντας ταυτόχρονα μολυνθεί από ηπατίτιδα C.

H μελέτη που ζητήθηκε από τον ΠΟΥ και πραγματοποιήθηκε από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ και του Λονδίνου και δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό The Lancet Infectious Diseases, εξέτασε και ανέλυσε περίπου 800 ιατρικές μελέτες από όλο τον κόσμο. Η ανάλυση αποκαλύπτει ότι οι άνθρωποι που ζουν με τον ιό HIV έχουν κατά μέσο όρο έξι φορές μεγαλύτερες πιθανότητες να μολυνθούν με ηπατίτιδα C, σε σύγκριση με άτομα που δεν έχουν τον ιό HIV.

Για την αξιολόγηση, η ομάδα έψαξε αρκετές βάσεις δεδομένων για μελέτες που δημοσιεύτηκαν από το 2002 έως και το 2015, μετρώντας τις μολύνσεις του HIV και της ηπατίτιδας C. Οι περισσότερες περιπτώσεις ανθρώπων που είχαν και τις δύο παθήσεις καταγράφηκαν στην ανατολική Ευρώπη και την κεντρική Ασία. Υπάρχουν 37 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο ζουν με τον ιό HIV και περίπου 115 εκατομμύρια άνθρωποι που ζουν με ηπατίτιδα C. Αλλά πριν από τη μελέτη αυτή – η πρώτη που εξετάζει στοιχεία σε παγκόσμια κλίμακα – γνωρίζαμε λίγα πράγματα για την σχέση των δύο λοιμώξεων.

Τι είναι ο ιός HIV;
HIV σημαίνει Human Immunodeficiency Virus δηλαδή Ιός της Ανθρώπινης Ανοσοανεπάρκειας. Μερικοί ιοί, όπως αυτοί που προκαλούν το κοινό κρυολόγημα ή τη γρίπη, παραμένουν στο σώμα μόνο για μερικές ημέρες. Άλλοι ιοί, όπως ο HIV, δεν φεύγουν ποτέ. Ο ιός του AIDS είναι ένας ρετροϊός: έχει δηλαδή γενετικό υλικό το RNA, το οποίο με τη δράση ενός ενζύμου που λέγεται αντίστροφη μεταγραφάση μετατρέπεται σε DNA για να ενσωματωθεί στο γονιδίωμα του ανθρώπου. Το χαρακτηριστικό του ιού HIV είναι το πολύ υψηλό ποσοστό μετάλλαξής του, ο γρήγορος ρυθμός αναπαραγωγής του και το τεράστιο μέγεθος του πληθυσμού του.

Αυτό σημαίνει ότι σε κάθε δεδομένη στιγμή, ένας άνθρωπος που έχει μολυνθεί με τον ιό HIV μεταφέρει δεκάδες εκατομμύρια λοιμογόνων παραγόντων του HIV με εκατομμύρια διαφορετικών τυχαίων μεταλλάξεών του. Η πολύ μεγάλη ικανότητα μετάλλαξης του HIV οφείλεται στο γεγονός ότι η αντίστροφη μεταγραφάση που μετατρέπει το RNA του ιού σε κυτταρικό DNA, είναι πολύ επιρρεπής στα λάθη κατά την αντιγραφή της, ξεφεύγουν δηλαδή αντιγραφικά λάθη όταν προστίθενται τα νουκλεοτίδια στη σειρά για να γίνει το DNA και προκύπτουν οι μεταλλάξεις. Όταν κάποιος μολύνεται με τον HIV, γίνεται «HIV οροθετικός» και θα είναι για πάντα HIV οροθετικός. Με την πάροδο του χρόνου, η HIV νόσος μολύνει και εξοντώνει τα λευκά αιμοσφαίρια που λέγονται CD4+ λεμφοκύτταρα και μπορεί να αφήσουν το σώμα ανίκανο να καταπολεμήσει κάποιες μολύνσεις και καρκινογενέσεις.

Τι είναι η ηπατίτιδα C
Η ηπατίτιδα C είναι μία λοίμωξη που προσβάλλει κυρίως το ήπαρ. Η ηπατίτιδα C συχνά δεν παρουσιάζει κάποια συμπτώματα, ωστόσο η χρόνια λοίμωξη μπορεί να προκαλέσει ουλές στο ήπαρ και να οδηγήσει, μετά από χρόνια, σε κίρρωση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι άνθρωποι που εμφανίζουν κίρρωση, παρουσιάζουν, επίσης, ηπατική ανεπάρκεια, καρκίνο του ήπατος ή πολύ διογκωμένες φλέβες στον οισοφάγο και στο στομάχι, οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν σε αιμορραγία, ή και στον θανάτο.[1]

Οι άνθρωποι κολλούν ηπατίτιδα C κυρίως, μέσω της έκθεσης σε αίμα και σε παράγωγα αίματος, εξαιτίας ενδοφλέβιας χρήσης ναρκωτικών, μη αποστειρωμένου ιατρικού εξοπλισμού και μεταγγίσεων αίματος. Οι επιστήμονες άρχισαν να εξετάζουν τον ιό HCV τη δεκαετία του 1970, ενώ επιβεβαίωσαν την ύπαρξή του μόλις το 1989.[2] Δεν έχει εξακριβωθεί εάν ο ιός μπορεί να προκαλέσει ασθένεια στα ζώα.