Έλληνες επιστήμονες συμβάλλουν στη θεραπεία δεύτερου ατόμου από HIV
Ευχάριστα είναι τα νέα για την οριστική αντιμετώπιση του HIV. Ήταν το 2011 όταν ανακοινώθηκε από τους γιατρούς η θεραπεία του πρώτου ασθενούς από τον συγκεκριμένο ιό. Ο ασθενής αυτός υπήρξε ο Τίμοθι Μπράουν αλλά έγινε περισσότερο γνωστός ως «ο ασθενής του Βερολίνου».
Η πρόοδος γύρω από τη μέχρι πριν από κάποια χρόνια ανίατη ασθένεια συνεχίζεται. Πρόσφατα, μάλιστα, ανακοινώθηκε από επιστήμονες στη Βρετανία, μεταξύ αυτών και δύο ελληνικής καταγωγής, η θεραπεία, μετά από παρακολούθηση πολλών ετών, ενός ακόμη ασθενούς, «του ασθενούς του Λονδίνου».
Ο δεύτερος ασθενής αρχικά κρατούσε την ανωνυμία του, ωστόσο αποκάλυψε τελικά την ταυτότητά του, μέσα από μια συνέντευξη του, που φιλοξενήθηκε στους Τάιμς της Νέας Υόρκης.
Ο δεύτερος άνθρωπος που θεραπεύτηκε από τον HIV ονομάζεται Αδάμ Καστιλέχο και είναι 40 ετών. Προσεβλήθη από τον ιό το 2003 αλλά η ατυχία του δε σταμάτησε εκεί, καθώς το 2012 διαγνώσθηκε με οξεία μυελογενή λευχαιμία και υπεβλήθη σε μεταμόσχευση βλαστικών κυττάρων. Εκεί, συνέβη ξανά το αναπάντεχο. Τα βλαστοκύτταρα του δότη είχαν δύο αντίγραφα μιας συγκεκριμένης μετάλλαξης που ενισχύει την ανθεκτικότητα των λευκών αιμοσφαιρίων στον ιό.
Αξίζει να αναφερθεί πως και στην περίπτωση του «ασθενούς του Βερολίνου» μια παρόμοια βλαστοκυτταρική θεραπεία ήταν εκείνη που συνέβαλε όχι μόνο στη θεραπεία του από τον καρκίνο αλλά και από την λοίμωξη του HIV.
Ο Καστιλέχο υπεβλήθη μόνο σε μια μεταμόσχευση, που την ακολούθησε χημειοθεραπεία μειωμένης έντασης, σε αντίθεση με τον Μπράουν που χρειάστηκε να κάνει δύο γύρους μεταμόσχευσης βλαστικών κυττάρων από δότη φορέα του γονιδίου CCR5Δ32/Δ32 που παρέχει ανθεκτικότητα στον HIV, χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία όλου του σώματος.
Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η μεταμόσχευση στερεί από τον ιό τη δυνατότητα πολλαπλασιασμού του στο σώμα του ασθενούς, ενώ η ακτινοθεραπεία με τη χημειοθεραπεία στοχεύουν στην εξάλειψη των ιχνών του HIV. Η αποκάλυψη της ταυτότητας του δεύτερου ασθενούς έγινε με σκοπό να δοθεί ελπίδα και αισιοδοξία σε όσους νοσούν.
Όπως ανακοίνωσαν οι επιστήμονες, με επικεφαλής τον καθηγητή Ραβίντρα Κουμάρ, στη σχετική δημοσίευση τους στο ιατρικό περιοδικό «The Lancet HIV», 30 μήνες μετά τη διακοπή της αντιικής θεραπείας δεν εντοπίζονται ίχνη ενεργού HIV στο σπέρμα, στο αίμα και στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό του ασθενούς. Το μόνο που μπορούν ακόμη να ανιχνεύσουν σε αυτόν, όπως ακριβώς και στον πρώτο άνθρωπο που θεραπεύτηκε, είναι κάποια απομεινάρια του DNA του HIV-1, που ωστόσο δεν μπορούν να οδηγήσουν σε αναπαραγωγή του ιού στο σώμα.
Ο δρ Γκούντα επεσήμανε σχετικά με τη θεραπεία και του δεύτερου ασθενούς: «Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι αυτή η θεραπεία είναι υψηλού κινδύνου και μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο ως τελευταία καταφυγή για ασθενείς με HIV, οι οποίοι επίσης έχουν αιματολογικές κακοήθειες απειλητικές για τη ζωή τους. Συνεπώς δεν είναι μια θεραπεία που θα μπορούσε να χορηγηθεί ευρέως σε ασθενείς με HIV, οι οποίοι λαμβάνουν με επιτυχία την αντιική θεραπεία τους».
Αξίζει να αναφερθεί πως ενεργό ρόλο στη δεύτερη μελέτη έχουν οι ιολόγοι-ανοσολόγοι Δήμητρα Πέππα, του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, και Ελένη Ναστούλη, του Νοσοκομείου του Πανεπιστημιακού Κολεγίου του Λονδίνου (UCL).
Ο ιατρικός κόσμος δηλώνει αισιόδοξος, καθώς βρίσκεται σε μια τροχιά συνεχούς προόδου στην αντιμετώπιση του ιού του HIV, σκορπώντας χαμόγελα στους ασθενείς πως σύντομα η οριστική θεραπεία του ιού θα αποτελεί γεγονός.