Στη μετάδοση του ιού HIV-1 από τη μητέρα στο παιδί μόνο ένα υποσύνολο των ιών της μητέρας μολύνει τα βρέφη τους είτε στη μήτρα είτε μέσω του θηλασμού, σύμφωνα με ερευνητές από το UCLA που δημοσιεύεται στο περιοδικό Retrovirology.
Η μετάδοση από τη μητέρα στο παιδί του ιού HIV-1 αποτελεί σοβαρή απειλή για την υγεία στις αναπτυσσόμενες χώρες, και απαιτούνται πιο αποτελεσματικές σχετικές παρεμβάσεις. Προηγούμενες μελέτες προσδιόρισαν ότι στελέχη του HIV που μολύνουν και ενήλικες και βρέφη χρησιμοποιούν σχεδόν πάντα το συν-υποδοχέα CCR5 για την μόλυνση και, επίσης, ότι η λοίμωξη συχνά δημιουργούνται από μία μοναδική παραλλαγή του ιού και όχι πολλαπλές παραλλαγές. Επιπλέον, προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει μερικά από τα χαρακτηριστικά των μεταδιδόμενων ιών.
Οι ερευνητές απομόνωσαν ιούς από μητέρες που μετέδωσαν HIV στα μωρά τους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και από μητέρες που μετέδωσαν τον ιό, ενώ θήλαζαν. Δημιούργησαν εκατοντάδες κλώνους του ιικού περιβλήματος, το οποίο είναι το εξωτερικό τμήμα του ιού που συνδέεται με κύτταρα και τα μολύνει, και στη συνέχεια πραγματοποίησαν αλληλούχηση των περιοχών του ιικού περιβλήματος. Οι ερευνητές το έκαναν αυτό για να καθορίσουν πώς οι διάφορες περιοχές του ποικίλλουν σε μήκος και επίσης πόσες περιοχές έχουν για την προσκόλληση μορίων σακχάρων (ο ιός HIV καλύπτει το περίβλημά του με μόρια σακχάρων, προκειμένου να αποφύγει τον εντοπισμό από το ανοσοποιητικό σύστημα). Επίσης δοκίμασαν τους κλώνους του ιικού περιβλήματος σε κυτταρικές γραμμές στο εργαστήριο για να προσδιορίσουν πόσο εύκολα θα μπορούσαν να μολύνουν ανθρώπινα κύτταρα, πόσους υποδοχείς και συν-υποδοχείς χρειάζεται κάθε κλώνος στο εξωτερικό των κυττάρων για να τα μολύνει, και αν η ικανότητά τους να μολύνουν τα κύτταρα θα μπορούσε να αποκλειστεί από εξουδετερωτικά αντισώματα.
Αυτό που διαπιστώθηκε είναι ότι οι μολυσματικοί ιοί είναι γενικά βραχύτεροι σε συγκεκριμένες περιοχές του περιβλήματος του ιού, έχουν λιγότερα σάκχαρα προσδεμένα στο περίβλημά τους, και είναι λιγότερο πιθανό να εξουδετερώνονται από τα βοηθητικά CD4 λεμφοκύτταρα (που διαδραματίζουν ένα κρίσιμο ρόλο στο ανοσοποιητικό σύστημα). Επίσης, διαπιστώθηκε ότι τα γονοτυπικά και φαινοτυπικά χαρακτηριστικά του HIV-1 που μεταδόθηκε ενδομητρίως είναι διαφορετικά από αυτά του ιού που μεταδίδεται μέσω του θηλασμού.
Ενώ οι περισσότερες περιπτώσεις μετάδοσης του ιού HIV από τη μητέρα στο παιδί μπορεί να προληφθούν με τη θεραπεία τόσο της μητέρας όσο και του μωρού με φάρμακα κατά του HIV, εξακολουθούν να συμβαίνουν κάποιες μεταδόσεις. Υπήρχαν περίπου 240.000 σχετικά περιστατικά το 2013. Η μελέτη αυτή υπογραμμίζει την ανάγκη για διαφορετικές στρατηγικές για την πρόληψη της μετάδοσης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και κατά το θηλασμό. Παρέχει επίσης πληροφορίες για το ποια αντισώματα μπορεί να είναι χρήσιμα γι’αυτό το σκοπό.