Ασθενείς με διαβήτη τύπου 1 με αυξημένη αλβουμίνη στα ούρα τους είχαν τρεις φορές υψηλότερο κίνδυνο απειλητικών για τη ζωή νεφρικών και καρδιακών νοσημάτων, συγκριτικά με άτομα με φυσιολογικά επίπεδα, σύμφωνα με τους ερευνητές του Πανεπιστημίου του Κολοράντο – Anschutz Medical Campus.
Η μελέτη, με επικεφαλής τον Δρ Petter Bjørnstad, MD, στο Κέντρο Παιδικού Διαβήτη Barbara Davis στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο, εξέτασε 38 άνδρες με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 και λευκωματίνη στα ούρα τους και 38 διαβητικούς άνδρες με φυσιολογικά επίπεδα λευκωματίνης. Τα άτομα επιλέχθηκαν από όλες τις ΗΠΑ από την Βιοτράπεζα T1D Exchange Biobank.
Η λευκωματουρία, ή η παρουσία αυξημένης λευκωματίνης στα ούρα, είναι ένας δείκτης νεφρικής νόσου. Ο Bjørnstad και οι συνεργάτες του διαπίστωσαν ότι η κοπεπτίνη ήταν περισσότερο από τρεις φορές υψηλότερη σε ασθενείς με λευκωματουρία. Η κοπεπτίνη εκκρίνεται μαζί με την αργινίνη αγγειοτασίνη ή AVP από την υπόφυση. Αυξημένα επίπεδα κοπεπτίνης φαίνεται να συνδυάζονται και να μπορούν να προβλέψουν τον κίνδυνο καρδιαγγειακής θνησιμότητας. Η AVP είναι προτίστως μια ορμόνη που ρυθμίζει την ούρηση, ωστόσο χρονίως υψηλά επίπεδά της μπορεί να προκαλέσουν νεφρική και αγγειακή βλάβη. Δυστυχώς ο εργαστηριακός προσδιορισμός και η μέτρηση της AVP είναι εξαιρετικά δύσκολος λόγω του μικρού μεγέθους της και της βραχείας ημιζωής της. Έτσι, οι ερευνητές χρησιμοποιούν την μέτρηση της κοπεπτίνης ως υποκατάστατο. Είναι πιο σταθερή, προέρχεται από το ίδιο μόριο όπως η AVP και μπορεί να προσδιορισθεί και να μετρηθεί ευκολότερα.
Σε αυτή τη μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο Journal of Diabetes and its Complications, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι άνδρες με διαβήτη τύπου 1 και λευκωματουρία είχαν σημαντικά μεγαλύτερες συγκεντρώσεις κοπεπτίνης σε σύγκριση με διαβητικούς άνδρες με φυσιολογικά επίπεδα λευκωματίνης. «Τα υψηλά επίπεδα της κοπεπτίνης συσχετίστηκαν με μεγαλύτερες πιθανότητες λευκωματουρίας και διαταραχής του ρυθμού σπειραματικής διήθησης, που εκτιμά τη νεφρική λειτουργία των νεφρών και το στάδιο της νεφρικής νόσου,» δήλωσε ο Bjørnstad. Τα ευρήματα, είπε, θα μπορούσαν να ανοίξουν το δρόμο σε νέους τρόπους θεραπείας της διαβητικής νεφροπάθειας και άλλων νοσημάτων. Συγκεκριμένα, μια οικογένεια φαρμάκων που ονομάζονται βαπτάνες θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να εμποδίσει την περίσσεια AVP σε αυτούς τους ασθενείς. «Πιστεύουμε ότι οι βαπτάνες ή άλλες θεραπείες που στοχεύουν την AVP μπορεί να καθυστερήσουν ή να σταματήσουν την εξέλιξη της διαβητικής νεφρικής νόσου», δήλωσε ο Bjørnstad. «Υπάρχουν κλινικές δοκιμές που για βαπτάνες που χορηγούνται σε πολυκυστική νόσο των νεφρών, αλλά ακόμα κανείς δεν διερευνά τις βαπτάνες στη διαβητική νεφροπάθεια».