Τα άτομα με πρώιμη σχιζοφρένεια έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη, ακόμη και όταν η ανάλυση προσαρμοστεί για τη διατροφή και την άσκηση, σύμφωνα με μια ανάλυση από ερευνητές από το Βασιλικό Κολέγιο του Λονδίνου.
Η σχιζοφρένεια είναι γνωστό ότι σχετίζεται με μειωμένο προσδόκιμο ζωής έως 30 χρόνια. Αυτό οφείλεται σε σωματικές διαταραχές, όπως το έμφραγμα του μυοκαρδίου ή το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, για τα οποία ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 είναι ένας σημαντικός παράγοντας κινδύνου. Οι άνθρωποι με μακροχρόνια σχιζοφρένεια έχουν τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες από το γενικό πληθυσμό να έχουν διαβήτη, κάτι το οποίο είχε προηγουμένως αποδοθεί σε κακή διατροφή, σε ανεπαρκή άσκηση σε αυτή την ομάδα, καθώς και στη χρήση αντιψυχωτικών.
Τώρα δημοσιεύθηκε στο JAMA Psychiatry, μία νέα μελέτη που εξέτασε κατά πόσον ο κίνδυνος του διαβήτη είναι ήδη παρών σε άτομα κατά την έναρξη της σχιζοφρένειας, πριν να τους έχουν συνταγογραφηθεί αντιψυχωσικά και πριν από μια παρατεταμένη περίοδο ασθένειας που μπορεί να σχετίζεται με κακές συνήθειες τρόπου ζωής (όπως κακή διατροφή και καθιστική συμπεριφορά).
Οι ερευνητές εξέτασαν συγκεντρωτικά δεδομένα από 16 μελέτες που περιέλαβαν 731 ασθενείς με πρώτο επεισόδιο σχιζοφρένειας και 614 άτομα από τον γενικό πληθυσμό. Ανέλυσαν εξετάσεις αίματος από αυτές τις μελέτες και διαπίστωσαν ότι οι ασθενείς με σχιζοφρένεια εμφάνισαν υψηλότερο κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη τύπου 2 σε σύγκριση με υγιείς μάρτυρες.
Συγκεκριμένα, οι ασθενείς είχαν υψηλότερα επίπεδα γλυκόζης νηστείας στο αίμα, η οποία είναι ένας κλινικός δείκτης του κινδύνου διαβήτη. Όσο υψηλότερη είναι η γλυκόζη στο αίμα, τόσο πιο πιθανό είναι να έχει κανείς διαβήτη. Ανακάλυψαν επίσης ότι σε σύγκριση με υγιείς μάρτυρες, ασθενείς με πρώτο επεισόδιο σχιζοφρένειας είχαν υψηλότερα επίπεδα ινσουλίνης και αυξημένα επίπεδα αντίστασης στην ινσουλίνη, υποστηρίζοντας και πάλι την άποψη ότι αυτή η ομάδα είναι σε υψηλότερο κίνδυνο να αναπτύξει διαβήτη.
Τα αποτελέσματα αυτά παρέμειναν σημαντικά ακόμα και όταν οι αναλύσεις περιορίστηκαν σε μελέτες όπου οι ασθενείς και οι συμμετέχοντες της ομάδας έλεγχοι ήταν αντιστοιχημένοι για τη διατροφική πρόσληψη, το ποσό της τακτικής άσκησής τους, και το εθνοτικό υπόβαθρο. Αυτό υποδηλώνει ότι τα αποτελέσματα δεν διαμορφώθηκαν εξ’ολοκλήρου από τις διαφορές στους παράγοντες του τρόπου ζωής ή εθνικότητας μεταξύ των δύο ομάδων, και μπορεί ως εκ τούτου να δείχνουν άμεσο ρόλο της σχιζοφρένειας στον αυξανόμενο κίνδυνο διαβήτη.
Οι ερευνητές υπογραμμίζουν ότι πολλοί παράγοντες θα μπορούσαν να αυξήσουν την πιθανότητα ανάπτυξης και των δύο νοσημάτων, συμπεριλαμβανομένης του κοινού γενετικού κινδύνου και κοινών αναπτυξιακών παραγόντων κινδύνου, όπως πρόωρος τοκετός και χαμηλό βάρος γέννησης. Θεωρείται επίσης ότι το άγχος που σχετίζεται με την ανάπτυξη της σχιζοφρένειας (όπου τα επίπεδα της ορμόνης του στρες της κορτιζόλης αυξάνουν), μπορεί επίσης να συμβάλει σε υψηλότερο κίνδυνο για διαβήτη.
Ο Δρ Toby Pillinger, πρώτος συγγραφέας της μελέτης από το Ινστιτούτο Ψυχιατρικής, Ψυχολογίας & Neuroscience (IoPPN) στο King College του Λονδίνου, δήλωσε: «Το χάσμα θνησιμότητας μεταξύ των ανθρώπων με σχιζοφρένεια και του γενικού πληθυσμού αυξάνεται, και υπάρχει μια ανάγκη για νέες προσεγγίσεις για την ανάσχεση της τάσης αυτής. Η μελέτη μας υπογραμμίζει τη σημασία της εξέτασης της σωματικής υγείας κατά την έναρξη της σχιζοφρένειας, και επιβάλλει μια πιο ολιστική προσέγγιση στη διαχείριση της, συνδυάζοντας τη σωματική και ψυχική περίθαλψη. Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι τα άτομα με πρώιμη σχιζοφρένεια έχουν ήδη αρχίσει να αναπτύσσουν διαβήτη, ακόμη και αν δεν έχουν διαγνωστεί ακόμη με διαβήτη.»