Για τον Σακχαρώδη Διαβήτη (ΣΔ) τύπου 1 και τύπου 2 λαμβάνουμε πολλές ερωτήσεις από το κοινό μας οι οποίες αφορούν κυρίως , σε ποιους ανθρώπους εκδηλώνεται και για ποιους λόγους αλλά και σε ποιες ηλικίες . Ποια είναι η φαρμακευτική αντιμετώπιση της νόσου;
Σχετικές πληροφορίες δίνει στο www.Life2day.gr ο Σπύρος Καρράς- Ενδοκρινολόγος- Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής ΑΠΘ- Πανεπιστημιακός υπότροφος- Τμήμα Διαβήτη,Ενδοκρινολογίας ,Μεταβολισμού- Α Πανεστημιακή Παθολογική Κλινική- Γενικό Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ Θεσσαλονίκης.
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης (ΣΔ) είναι μία χρόνια νόσος, κατά την οποία τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα είναι υψηλά. Αυτό μπορεί να οφείλεται είτε στην έλλειψη ινσουλίνης (διαβήτης τύπου 1), δηλαδή της ορμόνης που μετατρέπει το σάκχαρο σε ενέργεια, είτε στην αδυναμία δράσης της ινσουλίνης (διαβήτης τύπου 2). Στην πρώτη περίπτωση, αυτό προκαλείται σε άτομα με γενετική προδιάθεση και εκδηλώνεται κυρίως σε παιδική ή εφηβική ηλικία. Ο διαβήτης τύπου 2 εκδηλώνεται με σχετική έλλειψη ινσουλίνης και αντίστασή της στους περιφερικούς ιστούς και σε μεγαλύτερες ηλικίες, δηλαδή κυρίως σε ενήλικες.
Η ύπαρξη σκευασμάτων με αποδεδειγμένη ασφάλεια και αποτελεσματικότητα δίνει στον γιατρό την δυνατότητα να προτείνει την καλύτερη θεραπεία για τον κάθε ασθενή και να τον βοηθήσει να ρυθμίσει τον διαβήτη του και επιτύχει μια πολύ καλή ποιότητα ζωής.
Ως γνωστόν τα σάκχαρα δίνουν ενέργεια στο σώμα. Όταν αυτά δεν μεταβολίζονται για να μετατραπούν σε ενέργεια και παραμένουν στον οργανισμό, τότε προκαλούνται πολλές άμεσες και μακροπρόθεσμες επιπλοκές, οι οποίες είναι και εξαιρετικά επικίνδυνες ακόμη και για την ίδια τη ζωή. Το χαρακτηριστικό πρόβλημα με αυτή τη χρόνια νόσο είναι ότι είναι ύπουλη. Δηλαδή, μπορεί κάποιος να έχει μόνιμα υψηλό σάκχαρο, δηλαδή διαβήτη και να μην το γνωρίζει ώστε να το ρυθμίσει. Τα πιο συχνά συμπτώματα που έχει κάποιος με διαβήτη, είναι οι συχνές ουρήσεις, οι οποίες με τη σειρά τους οδηγούν σε δίψα λόγω αφυδάτωσης, καθώς και η εύκολη κόπωση. Επίσης, το άτομο πεινά συνέχεια, τρώει αλλά δεν παίρνει κιλά.
Γι’ αυτό είναι σημαντικό ακόμη και πριν την πρώτη εξέταση, η οποία προβλέπεται στην ηλικία των 40 ετών, να μετρήσουμε σε κάποιες φάσης της ζωής μας τα επίπεδα του σακχάρου και της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης, η οποία είναι σχετικά αξιόπιστος δείκτης για το μέσο όρο σακχάρου στο αίμα το τελευταίο τρίμηνο. Αν οι τιμές δεν είναι φυσιολογικές, ο γιατρός μας μπορεί να μας κατευθύνει για τις πρώτες αλλαγές που πρέπει να κάνουμε στην καθημερινότητά μας.
Στην Ελλάδα περίπου 1.000.000 άτομα (8-10% του πληθυσμού) πάσχουν από διαβήτη, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων έχει διαβήτη τύπου 2. Μάλιστα, το 50% από αυτούς δεν γνωρίζει ότι πάσχει. Πρόκειται για την πιο συχνή νόσο σε μεγάλες ηλικίες (ίσως και 25% σε άτομα >75 ετών). Σύμφωνα με την Ελληνική Διαβητολογική Εταιρία, από τα άτομα με διαβήτη, το 30-40% είναι ηλικίας 65 ετών και άνω. Είναι πλέον κοινώς αποδεκτό πως ο ΣΔ τύπου 2 αποτελεί μια μάστιγα, ενώ φαίνεται πως μόνο το 50% των ασθενών επιτυγχάνουν τους θεραπευτικούς στόχους, όπως αυτοί ορίζονται από τις διεθνείς επιστημονικές εταιρίες, σχετικά με το επίπεδο σακχάρου στο αίμα.
Σε κάποιες περιπτώσεις οι θεραπευτικοί στόχοι μπορούν να επιτευχθούν μόνο με δίαιτα και άσκηση αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις θα χρειαστεί και φαρμακευτική αγωγή είτε με αντιδιαβητικά δισκία είτε ακόμη και με ινσουλίνη. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η άσκηση. Είναι εξαιρετικά σημαντικό ακόμη και το περπάτημα στους ηλικιωμένους ή σε άτομα που έχουν κινητικές δυσκολίες και δυσκολεύονται να κάνουν οποιαδήποτε άλλη άσκηση.
Ανεξαρτήτως του τύπου διαβήτη και της φαρμακευτικής αγωγής που λαμβάνει ο ασθενής, η επαφή με τον ειδικό διαβητολόγο πρέπει να γίνεται σε τακτικά διαστήματα με σκοπό την εκτίμηση της ρύθμισης του σακχάρου (σάκχαρο νηστείας, γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη), την πρόληψη ή διάγνωση χρονιών επιπλοκών (ηλεκτροκαρδιογράφημα, ακρόαση των σφυγμών, οφθαλμολογική εξέταση, έρευνα για λευκωματίνη στα ούρα, ουρία και κρεατινίνη ορού), την ανίχνευση και εξάλειψη άλλων αθηρωματικών παραγόντων (χοληστερίνη, υπέρταση, κάπνισμα), τη διαπαιδαγώγηση για αποφυγή υπογλυκαιμιών από λάθος διατροφή, φαρμακευτικής αγωγής ή εντάσεως φυσικής ασκήσεως, τη διαπαιδαγώγηση για αυτοέλεγχο ή τη χρήση ενέσεων ινσουλίνης, όταν αυτό είναι αναγκαίο.
Ο ΣΔ δεν θεραπεύεται. Ο βασικός στόχος της αγωγής είναι η ρύθμιση του σακχάρου σε φυσιολογικά επίπεδα ώστε να αποφευχθούν οι επιπλοκές της νόσου, τόσο οι μικροαγγειακές επιπλοκές (βλάβες στα μάτια, στα νεφρά και στο νευρικό σύστημα) όσο και οι μακροαγγειακές(βλάβες στα μεγάλα αγγεία όπως τα στεφανιαία, τα εγκεφαλικά και τα αγγεία των κάτω άκρων). Η θεραπεία της υπεργλυκαιμίας, που στοχεύει στη επίτευξη ευγλυκαιμίας αποτρέπει (ή τουλάχιστον επιβραδύνει) την εξέλιξη αυτών των επιπλοκών, ανεξάρτητα από το είδος της θεραπείας. Ειδικά όμως για τα μεγάλα αγγεία και τα καρδιαγγειακά επεισόδια φαίνεται πως η αποφυγή των υπογλυκαιμιών καθώς και η έγκαιρη και επιθετική θεραπεία διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο. Αυτός είναι και ο σκοπός της έγκαιρης διάγνωσης, η οποία όσο ταχύτερα γίνει, τόσο καλύτερη ρύθμιση μπορεί να επιτύχει το άτομο, αφού πλέον θα γνωρίζει τί πρέπει να κάνει.
Όσον αφορά τη φαρμακευτική αντιμετώπιση της νόσου, τα τελευταία χρόνια και μετά από μακροχρόνιες έρευνες κυκλοφόρησε μια νέα κατηγορία αντιδιαβητικών φαρμάκων, οι αναστολείς DPP-IV, οι οποίοι συμβάλλουν στην καλύτερη, έγκαιρη και ασφαλή ρύθμιση του σακχάρου. Τα φάρμακα αυτά δεν είναι ενέσιμα, χορηγούνται από το στόμα, δεν προκαλούν υπογλυκαιμίες ή αύξηση βάρους. Σήμερα στην παγκόσμια αγορά κυκλοφορούν αρκετά σκευάσματα αναστολέων DPP-IV και υπάρχει μακροχρόνια κλινική εμπειρία. Ο πιο γνωστός και ευρέως χρησιμοποιούμενος εκπρόσωπος της κατηγορίας αυτής είναι η σιταγλιπτίνη που είναι ο πρώτος αναστολέας DPP-IV που εμφανίστηκε τόσο στη διεθνή όσο και στην εγχώρια αγορά. Πρόσφατα ανακοινώθηκαν νέα δεδομένα ασφάλειας για τον αναστολέα αυτό τα οποία απέδειξαν την ασφάλεια του φαρμάκου με μια μελέτη με σχεδόν 15000 ασθενείς. Άλλες διαθέσιμες θεραπευτικές επιλογές είναι οι σουλφονυλουρίες, οι γλιταζόνες, οι αναστολείς SGLT-2, τα ανάλογα GLP-1 και η ινσουλίνη.
Η ύπαρξη σκευασμάτων με αποδεδειγμένη ασφάλεια και αποτελεσματικότητα δίνει στον γιατρό την δυνατότητα να προτείνει την καλύτερη θεραπεία για τον κάθε ασθενή και να τον βοηθήσει να ρυθμίσει τον διαβήτη του και επιτύχει μια πολύ καλή ποιότητα ζωής.