Οι γυναίκες που έχουν γεννήσει πρόωρα, πριν την 37η εβδομάδα της κύησης τους, αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν ισχαιμική καρδιοπάθεια (στεφανιαία νόσο) αργότερα στη διάρκεια της ζωής τους, σύμφωνα με μια νέα αμερικανο-σουηδική επιστημονική έρευνα. Ο κίνδυνος είναι αυξημένος άσχετα αν υπάρχουν άλλοι παράγοντες κινδύνου, όπως το κάπνισμα ή το αυξημένο σωματικό βάρος. Η έρευνα δείχνει ότι το αναπαραγωγικό ιστορικό μιας γυναίκας θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από τους καρδιολόγους κατά την αξιολόγηση του καρδιαγγειακού κινδύνου.
Στοιχεία από 2,2 εκατ. τοκετούς στη Σουηδία μελέτησε η έρευνα
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια Κέιζι Κραμπ της Ιατρικής Σχολής Icahn του Όρους Σινά στη Νέα Υόρκη, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό του Αμερικανικού Κολλεγίου Καρδιολογίας (Journal of American College of Cardiology), ανέλυσαν στοιχεία για περίπου 2,2 εκατομμύρια τοκετούς στη Σουηδία. Διαπιστώθηκε ότι οι γυναίκες που είχαν γεννήσει πρόωρα (μεταξύ της 28ης και της 36ης εβδομάδας) ή υπερβολικά πρόωρα (μεταξύ της 22ης και 27ης εβδομάδας), είχαν υπερδιπλάσια έως τετραπλάσια αντίστοιχα πιθανότητα να εμφανίσουν ισχαιμική καρδιοπάθεια τα επόμενα χρόνια, σε σχέση με όσες είχαν εγκυμοσύνη κανονικής διάρκειας. Ο κίνδυνος παρέμενε αυξημένος ακόμη και 30 έως 40 χρόνια μετά την πρόωρη γέννα.
1 στους 10 τοκετούς γίνεται πρόωρα
Περίπου ένας στους δέκα τοκετούς γίνεται πρόωρα πριν την 37η εβδομάδα. Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι οι γυναίκες που γεννάνε πρόωρα, έχουν αυξημένο κίνδυνο για υπέρταση, διαβήτη και υπερλιπιδαιμία (αυξημένα λιπίδια στο αίμα), που αποτελούν παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου. Η νέα μελέτη δείχνει ότι ο αυξημένος κίνδυνος λόγω πρόωρου τοκετού είναι υπαρκτός σε μεγάλο βάθος χρόνου.
«Ο πρόωρος τοκετός πρέπει πλέον να αναγνωριστεί ως ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου για ισχαιμική καρδιοπάθεια. Οι γυναίκες με ιστορικό πρόωρου τοκετού πιθανώς χρειάζονται έγκαιρες προληπτικές δράσεις για να μειωθούν άλλοι παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου όπως η παχυσαρκία, η έλλειψη σωματικής άσκησης και το κάπνισμα», δήλωσε η δρ Κραμπ.