ΝΕΑ ΥΓΕΙΑΣ

Καρκίνος του Μαστού: Ασπίδα η διατροφή με λίγα λιπαρά

Καρκίνος του Μαστού: Ασπίδα η διατροφή με λίγα λιπαρά
Το μήνυμα πρέπει να είναι, σύμφωνα με την Chlebowski, οι γυναίκες να ακολουθούν μια όσο το δυνατόν υγιεινή διατροφή αντί να εστιάζουν σε μια συγκεκριμένη τροφή ή ομάδα τροφών.

Your browser does not support the video tag. https://grx-obj.adman.gr/grx/creatives/sanofi/20876/better-understanding-insulin.mp4

Καρκίνος του Μαστού: Είναι γνωστό ότι η διατροφή με λίγα λιπαρά συμβάλλει στην πρόληψη του κινδύνου καρδιακών παθήσεων. Σύμφωνα με νέα μεγάλη έρευνα, η ίδια διατροφή αποτελεί ασπίδα και κατά του καρκίνου του μαστού. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η κατανάλωση τροφών με χαμηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά μείωσε τον κίνδυνο θανάτου από τον καρκίνο του μαστού κατά 21%. Επιπλέον, οι γυναίκες που ακολουθούν αυτή τη διατροφή μειώνουν τον κίνδυνο να πεθάνουν από οποιαδήποτε αιτία κατά 15%.


 

Πρόκειται για τη μοναδική μέχρι στιγμής έρευνα που παρέχει τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες αποδείξεις ότι μια διατροφική παρέμβαση μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο θανάτου των γυναικών από καρκίνο του μαστού, σύμφωνα με τη συγγραφέα της μελέτης Rowan Chlebowski, από το Ινστιτούτο Βιοϊατρικής Έρευνας του Λος Άντζελες.

Η διατροφή σχετίζεται άμεσα με τον καρκίνο. Η παχυσαρκία έχει συνδεθεί με 12 διαφορετικές μορφές καρκίνου, συμπεριλαμβανομένου του μετεμμηνοπαυσιακού καρκίνου του μαστού, σύμφωνα με το Αμερικανικό Ινστιτούτο Έρευνας για τον Καρκίνο.

Μία διατροφή πλούσια σε λαχανικά, φρούτα, δημητριακά ολικής αλέσεως και όσπρια, πιστεύεται ότι βοηθά στην προστασία από τον καρκίνο.

Σύμφωνα με την Chlebowski, προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης καρκίνου σε χώρες όπου οι άνθρωποι τείνουν να καταναλώνουν περισσότερα λιπαρά.

Η νέα μελέτη εξέτασε την επίδραση μιας δίαιτας χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά στην επίπτωση του καρκίνου του μαστού και τις πιθανότητες θανάτου από αυτόν.

Σχεδόν 49.000 μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες από 40 κέντρα στις Ηνωμένες Πολιτείες συμπεριλήφθηκαν στη μελέτη. Οι γυναίκες ήταν μεταξύ 50 και 79 ετών και δεν είχαν ιστορικό καρκίνου του μαστού. Το 80% των γυναικών ήταν λευκές, κάτι που σύμφωνα με την Chlebowski ταίριαζε με τον πληθυσμό όταν άρχισε η μελέτη.

Μεταξύ του 1993 και του 1998, οι γυναίκες εγγράφηκαν τυχαία σε μία από τις δύο ομάδες διατροφής. Η μία ομάδα ακολουθούσε κανονική διατροφή, στην οποία το 32% των θερμίδων προέρχονταν από λιπαρά. Η ομάδα με τα χαμηλά λιπαρά στόχευε το 20% ή λιγότερο των θερμίδων να προέρχεται από λιπαρές τροφές.

Η δίαιτα χαμηλών λιπαρών ήταν κοντά στη δίαιτα για την αντιμετώπιση της υπέρτασης, γνωστή ως δίαιτα DASH δίαιτα. Η διατροφή προβλέπει την κατανάλωση λαχανικών, φρούτων, όσπριων και δημητριακών και αποφυγή των υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά κρεάτων και των γαλακτοκομικών, σύμφωνα με το Εθνικό Ίδρυμα Καρδιάς, Πνευμόνων και Αίματος των ΗΠΑ.

Η ομάδα διατροφής με χαμηλά λιπαρά έχασε 3% περισσότερο βάρος από τα μέλη της άλλη ομάδας.

Οι γυναίκες της ομάδας διατροφής με λίγα λιπαρά, ακολούθησαν τη διατροφή για περίπου 8,5 χρόνια, ενώ και οι δύο ομάδες παρακολουθήθηκαν για περίπου 20 χρόνια.

Όσες ακολούθησαν διατροφή με λίγα λιπαρά δεν κατάφεραν να πετύχουν το στόχο 20% ή λιγότερο των θερμίδων να προέρχονται από λιπαρά, αλλά το ποσοστό κυμάνθηκε γύρω στο 25%, σύμφωνα με τους ερευνητές. Αύξησαν όμως την πρόσληψη φρούτων, λαχανικών και δημητριακών.

«Η δίαιτα πέτυχε τον στόχο σε χαμηλότερο βαθμό από ό,τι είχαμε αρχικά σχεδιάσει, αλλά είδαμε ότι μια διατροφή στην οποία το 25% έως 27% προέρχεται από λιπαρά είναι σε μεγάλο βαθμό εφικτή», δήλωσε η Chlebowski.

Το μήνυμα πρέπει να είναι, σύμφωνα με την Chlebowski, οι γυναίκες να ακολουθούν μια όσο το δυνατόν υγιεινή διατροφή αντί να εστιάζουν σε μια συγκεκριμένη τροφή ή ομάδα τροφών. Οι γυναίκες που ακολούθησαν δίαιτα με λίγα λιπαρά, απλά μείωσαν τη συνολική πρόσληψη θερμίδων, άλλαξαν τις μεθόδους μαγειρέματος και μείωσαν τις μερίδες κρέατος και γαλακτοκομικών. Ακόμη και έτσι, η συχνότητα εμφάνισης καρκίνου του μαστού μειώθηκε κατά 8%, ενώ ακόμη και σε εκείνες που είχαν την ασθένεια, μειώθηκε το ποσοστό θνησιμότητας.