Γιατροί

Η Ανακάλυψη των Μυστικών της Ερωτικής Χημείας ή ο Δήμιος του Έρωτα;

Η Ανακάλυψη των Μυστικών της Ερωτικής Χημείας ή ο Δήμιος του Έρωτα;
      «Δεν μου αρέσει να δουλεύω με ερωτευμένους. Ίσως γιατί τους ζηλεύω – κι εγώ ο ίδιος λαχταράω να μαγευτώ. Ίσως πάλι γιατί ο έρωτας και η ψυχοθεραπεία είναι μεταξύ τους ασύμβατα. Ο καλός θεραπευτής πολεμάει το σκοτάδι και ζητάει το φως, ενώ ο έρωτας συντηρείται από το μυστήριο και καταρρέει μόλις αρχίσεις […]

 

 

 

«Δεν μου αρέσει να δουλεύω με ερωτευμένους. Ίσως γιατί τους ζηλεύω – κι εγώ ο ίδιος λαχταράω να μαγευτώ. Ίσως πάλι γιατί ο έρωτας και η ψυχοθεραπεία είναι μεταξύ τους ασύμβατα. Ο καλός θεραπευτής πολεμάει το σκοτάδι και ζητάει το φως, ενώ ο έρωτας συντηρείται από το μυστήριο και καταρρέει μόλις αρχίσεις να τον εξετάζεις σχολαστικά. Κι εγώ σιχαίνομαι να γίνομαι ο δήμιος του έρωτα». Irvin Yalom

 Μετά από αυτήν την παράγραφο στο πρώτο διήγημα της ομώνυμης συλλογής διηγημάτων του «Ο Δήμιος του Έρωτα», ο Yalom θέτει για πρώτη φορά στο ευρύ κοινό την ανάγκη αποδόμησης του έρωτα αποσκοπώντας στη θεραπεία ασθενών που υποφέρουν από αυτόν. Από τότε, ο όρος Δήμιος του Έρωτα καθιερώθηκε και τον χρησιμοποιούν πολλοί ψυχίατροι, άλλοι κυριολεκτώντας και άλλοι κάπως χιουμοριστικά. Και μέσα απ’ αυτό, και ολόκληρη η επιστήμη της ψυχιατρικής είθισται πλέον να αποκαλείται ή να περιγράφεται συχνά με τον ίδιο όρο.

Σχετικές πληροφορίες δίνει στο www.Life2day.gr Αναστάσιος Δ. Καλαντζής, Χειρουργός Ουρολόγος – Ανδρολόγος

Μέχρι που μια άλλη επιστήμη, σχετικά νεώτερη, ήρθε να της πάρει τα πρωτεία, ίσως και την «επονομασία». Πρόκειται για την νευροενδοκρινολογία, τη μελέτη δηλαδή της αλληλεπίδρασης μεταξύ του νευρικού συστήματος και των ενδοκρινών αδένων του οργανισμού, καθώς και των εκκρίσεων τους, η οποία και αυτή με τη σειρά της αποδομεί τον έρωτα, όχι όμως για να θεραπεύσει, αλλά για να εξηγήσει. Γιατί αν νομίζετε ότι η αγάπη και ο έρωτας είναι μόνο ζητήματα συναισθημάτων, κάνετε λάθος: η αγάπη κι ο έρωτας ζουν στον εγκέφαλο, και στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο από αποτελέσματα ορμονικών εκκρίσεων, παραλλαγών και αλληλεπιδράσεων. Είναι αλήθεια ότι αυτή είναι μια μάλλον λιγότερο «ρομαντική» πλευρά του έρωτα, παρουσιάζει όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Γιατί συναισθήματα όπως ο έρωτας και η αγάπη έχουν τεράστια επίδραση στο σώμα μας, καθώς τα συγκεκριμένα νευρολογικά μονοπάτια και τα σηματοδοτούντα μόρια που εμπλέκονται δείχνουν ότι ο πόθος, η ηδονή και ο έρωτας έχουν σωματικούς συσχετισμούς.

Ουσίες όπως επινεφριδιακά στεροειδή, η βασοπρεσσίνη, η οκυτοκίνη και η ντοπαμίνη, καθώς και ενδογενή οπιοειδή και οποιούχα και υψηλότερα επίπεδα μονοξειδίου του αζώτου απελευθερώνονται κατά τη διάρκεια ευχάριστων δραστηριοτήτων όπως η σεξουαλική πράξη, και συνδέονται ομοίως με μηχανισμούς ανταμοιβής, αλλά συχνά και αγχώδους απόκρισης. Σύμφωνα με το Larry Young, Καθηγητή Ψυχιατρικής στο Emory University στην Ατλάντα των ΗΠΑ, «Η ντοπαμίνη παράγεται όταν κάνεις κάτι πολύ ευχάριστο, όπως όταν κάνεις σεξ, παίρνεις ναρκωτικά ή τρως σοκολάτα». Πρόκειται για μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ευφορία, ανεξάντλητη ενέργεια, αλλά και νευρικότητα, ταραχή και αϋπνία όταν δεν είσαι μαζί με το αντικείμενο του πόθου σου.

Οι Φυσικές Αμφεταμίνες του Έρωτα

Όταν κάποιος είναι ερωτευμένος, το σώμα του βιώνει πραγματικές αλλαγές. Από πλευράς νευροχημείας, το ερωτικό φαινόμενο περιγράφεται ως διακρινόμενο σε τρεις φάσεις: τη φάση της Λαγνείας, τη φάση της Έλξης και τη φάση της Προσκόλλησης. Τα έντονα συναισθήματα που βιώνει ο ερωτευμένος σε κάθε μία από αυτές τις φάσεις οφείλονται σε συγκεκριμένες – ανά φάση – νευροχημικές ουσίες.

Η φάση της Λαγνείας οφείλεται στην παραγωγή τεστοστερόνης στους άντρες και οιστρογόνων στις γυναίκες, γεγονός που τους ωθεί να συνάψουν σεξουαλικές σχέσεις.

Η φάση της Έλξης χαρακτηρίζεται από παραγωγή φαινυλεθυλαμίνης που απελευθερώνει ντοπαμίνη και σεροτονίνη, νευροδιαβιβαστές που ευθύνονται για τη ρύθμιση συναισθημάτων χαράς, ευτυχίας και ενθουσιασμού. Το αποτέλεσμα είναι ένα αίσθημα ευδαιμονίας. Τα προβλήματα προσωρινά εξαφανίζονται, το ίδιο και αισθήματα άγχους ή στρες, και κάποιες φορές παρατηρείται και αναλγητική δράση. Η κατάσταση του έρωτα λοιπόν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως κατάσταση Ζεν.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί εδώ πως, χημικά, τα αποτελέσματά της σεροτονίνης στην ερωτική τρέλα, είναι παρόμοια με τα συμπτώματα ανθρώπων με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, πράγμα που μπορεί να εξηγήσει γιατί οι ερωτευμένοι δεν μπορούν να σκεφτούν τίποτε άλλο. Επίσης, με τη βοήθεια πλέον και μηχανημάτων, όπως ο μαγνητικός τομογράφος, οι επιστήμονες μπορούν να αντλήσουν στοιχεία για τη λειτουργία του εγκεφάλου την ώρα της διέγερσης τους. Έρευνες σε ερωτευμένα ζευγάρια έδειξαν ότι υπάρχει ενεργοποίηση ενός πολύπλοκου συστήματος στον εγκέφαλο, που προσομοιάζει με αυτό που συμβαίνει όταν γίνεται λήψη κοκκαΐνης.

Ο Arthur Aron, Κοινωνικός Ψυχολόγος στο State University of New York at Stony Brook, διεξήγαγε μελέτη στην οποία χρησιμοποίησε άντρες και γυναίκες που δήλωναν πρόσφατα ερωτευμένοι. Πρώτα συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια στα οποία περιέγραφαν τη σχέση τους με φράσεις όπως «λιώνω όταν κοιτάζω το σύντροφο μου στα μάτια», και κατόπιν εξετάστηκαν στο μαγνητικό τομογράφο όπου τους επιδείχθηκαν διάφορες φωτογραφίες, μία εκ των οποίων ήταν η φωτογραφία του/της αγαπημένου/ης τους. Το αποτέλεσμα της μαγνητικής τομογραφίας έδειξε ότι στη θέαση του προσώπου του αντικείμενου του πόθου τους, το κοιλιακό καλυπτρικό πεδίο του εγκεφάλου (στο οποίο βρίσκεται το κέντρο ανταμοιβής) γέμισε με την ορμόνη ντοπαμίνη.

Η φάση της Προσκόλλησης έρχεται συνήθως ως μοιραία κατάληξη των δύο προηγούμενων σταδίων. Κατά την φάση αυτή, δημιουργούνται συναισθηματικοί δεσμοί ανάμεσα στο ζευγάρι ενώ οι συσχετιζόμενες χημικές ουσίες εκκρίνονται σε περίοδο από 90 μέρες έως και 3 χρόνια μετά τη φάση της Έλξης.

Τα χημικά αυτά συνιστούν η ορμόνες οκυτοκίνη και βασοπρεσσίνη. Όσο αφορά αρχικά την οκυτοκίνη, δεν έχει γίνει ακόμη απόλυτα σαφής και κατανοητή η σχέση της με την ανθρώπινη σεξουαλικότητα. Πάντως, σύμφωνα με δύο (μη επίσημες) έρευνες, παρατηρήθηκε αύξηση της κατά τον οργασμό, καθώς η μείωση του άγχους και ο έλεγχος του φόβου που φέρεται να προκαλεί βοηθά στην επίτευξη του. Θεωρείται πάντως ως η ορμόνη της προσκόλλησης και της δέσμευσης, δημιουργεί αισθήματα ικανοποίησης, ασφάλειας και ηρεμίας και είναι επίσης εκείνη η οποία βοηθά, μέσω της έκκριση της κατά το θηλασμό, στο να δημιουργηθούν και να εδραιωθούν δεσμοί αγάπης μεταξύ μητέρας και παιδιού. Με παρόμοιο και ανάλογο τρόπο ενεργεί και μεταξύ των ερωτευμένων. Όσο για τη βασοπρεσσίνη, σύμφωνα με έρευνα που έγινε το 2004, φέρεται να είναι υπεύθυνη για τη θεμελίωση της πίστης ανάμεσα σε ένα ζευγάρι που έχει εισέλθει στη φάση Προσκόλλησης.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης συμβαίνει στη γυναίκα έκλυση βασοπρεσσίνης, η οποία κατόπιν συλλαμβάνεται από τον άνδρα μέσω ειδικών υποδοχέων, δίνοντας του αίσθημα πληρότητας και ικανοποίησης, και άρα την επιθυμία να παραμείνει με τη σύντροφο που έχει. Εντυπωσιακό εύρημα αποτελεί το ότι μια γενετική διαφοροποίηση σε έναν από αυτούς τους υποδοχείς βασοπρεσσίνης συνδέεται με το φόβο της δέσμευσης και κατά συνέπεια την απιστία. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι η βασοπρεσσίνη σχετίζεται με το συναισθηματικό δέσιμο και την ερωτική πίστη στους άντρες.

Βάσει των παραπάνω, η νευροενδοκρινολογία θα μπορούσε να πάρει το σκήπτρο του δήμιου του έρωτα από την ψυχιατρική, μέσα από την πεζή, κατά πολλούς, ανάλυση του συναισθήματος στα βασικά σωματικά και νευροχημικά συστατικά του; Τελικά ο έρωτας «…καταρρέει μόλις αρχίσεις να τον εξετάζεις σχολαστικά ;» Όχι, απαντούν οι επιστήμονες.

Γιατί θεωρούν ότι εδραιώνονται και σε καθαρά σωματική βάση αυτά που συμβουλεύουν εδώ και χρόνια οι ειδικοί επί των σχέσεων: όταν τα ζευγάρια επιδίδονται νέες σεξουαλικές δραστηριότητες, η έκκριση ντοπαμίνης τους υπενθυμίζει πώς ήταν τον πρώτο καιρό, και ευτυχία τους μπορεί να ξανανέβει στα ύψη. Είναι εξάλλου γνωστό ότι το σεξ κάνει θαύματα, αλλά το ίδιο μπορεί να κάνει και η σχέση ανάμεσα στα ζευγάρια, η οποία σχετίζεται με τις ορμόνες. Έτσι, είναι αποδεδειγμένο σε ζευγάρια που είναι ερωτευμένα και κάνουν καλό και συχνό σεξ, ότι ακόμα και το ανοσοποιητικό τους σύστημα λειτουργεί καλύτερα, ενώ η οκυτοκίνη και η βασοπρεσίνη ενεργοποιούν τμήματα του εγκεφάλου που συνδέονται με την ηρεμία και την καταστολή του πόνου.

Εξάλλου, όπως και να ‘χει, ακόμη και αν τα ευρήματα της επιστήμης της νευροενδοκρινολογίας δεν ήταν και τα ίδια τόσο ενθαρρυντικά, εμάς δεν θα μας εμπόδιζε τίποτε να ερωτευτούμε. Δεν θα μπορούσαμε να το κάνουμε, ακόμη κι αν το θέλαμε. Γιατί ο έρωτας δεν γνωρίζει διαταγές!