Ολοένα και περισσότερο το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας προσανατολίζεται στη συσχέτιση της διατροφής με τη ρύθμιση της έκφρασης των γονιδίων που κωδικοποιούν τις πρωτεΐνες του μεταβολισμού, την κυτταρική διαφοροποίηση και ανάπτυξη.
Σχετικές πληροφορίες δίνει στο www.Life2day.gr η Γεωργία Καπώλη, MSc-Κλινική Διαιτολόγος – Διατροφολόγος-Επιστημονική Διευθύντρια ΑΠΙΣΧΝΑΝΣΙΣ – ΛΟΓΩ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ, Νεμέα Κορινθίας-Αντιπρόεδρος Ελληνικής Διατροφολογικής Εταιρείας .
Οι λανθασμένες διατροφικές συνήθειες συμβάλλουν στην ανάπτυξη χρόνιων παθήσεων. Η υπερκατανάλωση κορεσμένων λιπαρών, θερμίδων και απλών σακχάρων σε συνδυασμό με ελλείψεις σε μικροθρεπτικά συστατικά, προδιαθέτουν για στεφανιαία νόσο, αθηροσκλήρωση, σακχαρώδη διαβήτη και καρκίνο. Η πρόληψη των παραπάνω νοσημάτων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα γονίδια και τη σωστή διατροφή.
Η επιστημονική κοινότητα αναγνωρίζοντας την επίδραση της διατροφής στην έκφραση των γονιδίων, προχώρησε στην ανάπτυξη της Γονιδιακής Διατροφής και Διατροφογενετικής.
Η Γονιδιακή Διατροφή, μελετά σε μοριακό επίπεδο την αλληλεπίδραση των θρεπτικών συστατικών και γονιδίων, καθορίζοντας τις διατροφικές ανάγκες του οργανισμού σύμφωνα με τον προσωπικό γονότυπο. Είναι γεγονός ότι διάφορες χημικές ουσίες που υπάρχουν στις τροφές δρουν στο ανθρώπινο γονιδίωμα, έμμεσα ή άμεσα, τροποποιώντας την έκφραση ή τη δομή γονιδίων.
Η Διατροφογενετική συμπληρώνει τη Γονιδιακή διατροφή, διερευνώντας το πώς οι γενετικές διαφοροποιήσεις που ελέγχονται από τη διατροφή, συμβάλλουν στην έναρξη και εξέλιξη των χρόνιων παθήσεων ενός ατόμου.
Οι διατροφικοί παράγοντες που ρυθμίζουν τη γονιδιακή έκφραση κατηγοριοποιούνται σε:
1. Θρεπτικά συστατικά
(π.χ. σίδηρος, σελήνιο, λιπαρά οξέα)
2. Μεταβολίτες των θρεπτικών συστατικών που παράγονται κατά το μαγείρεμα
(π.χ. ετεροκυκλικές αμίνες)
3. Παράγωγα μεταβολισμού των εντεροβακτηρίων
(π.χ. μικράς αλύσου λιπαρά οξέα)
Η συσχέτιση γονιδίων και διατροφής προέρχεται είτε από την επίδραση κάποιων θρεπτικών συστατικών στην έκφραση του γονιδιώματος (π.χ. ρετινοϊκό οξύ, λιπαρά οξέα), είτε από αλληλεπίδραση θρεπτικών ουσιών και ορμονών (π.χ. λιπαρών οξέων και θυρεοειδικών ορμονών).
Οι μεταβολές στη μεταγραφή των γονιδίων μπορούν να προληφθούν με περιορισμό των θερμίδων. Πρώιμες μελέτες έδειξαν ότι ο θερμιδικός περιορισμός, ενισχύει τη μεταγραφή γονιδίων που σχετίζονται με την ανάπτυξη των ιστών, την καλή λειτουργία του μεταβολισμού, την αντιοξειδωτική δράση και μειώνει την έκφραση γονιδίων που σχετίζονται με το άγχος.
Συγκεκριμένα, το ρετινοϊκό οξύ μεταβάλλει την έκφραση γονιδίων που σχετίζονται με τη διαφοροποίηση και την ανάπτυξη των νευρικών κυττάρων, ενώ το σελήνιο και τα ισοφλαβονοειδή παρουσιάζουν αντικαρκινικές ιδιότητες.
Ένα παράδειγμα γονιδίου που σχετίζεται με τη διατροφή είναι εκείνο που κωδικοποιεί το ένζυμο MTHFR. Συγκεκριμένα, μια μετάλλαξη σε αυτό το γονίδιο έχει συνδεθεί με μειωμένο μεταβολισμό του φυλλικού οξέος. Συνεπώς, ένα άτομο με το συγκεκριμένο πολυμορφισμό εμφανίζει αυξημένα επίπεδα ομοκυστεΐνης στο αίμα και συνεπώς παρουσιάζει αυξημένο κίνδυνο καρδιακής νόσου και καρκίνου του παχέος εντέρου. Έτσι, στη συγκεκριμένη γονιδιακή διαφοροποίηση, συστήνεται αυξημένη διαιτητική πρόσληψη φυλλικού οξέος και βιταμινών του συμπλέγματος Β.
Οι διατροφικές συστάσεις που βασίζονται στον ατομικό γονότυπο θα παρέχουν τη δυνατότητα σε άτομα, να προσαρμόζουν την διατροφή τους και να μειώνουν τον κίνδυνο εμφάνισης συγκεκριμένων νοσημάτων.
Ωστόσο, η Γονιδιακή Διατροφή δε θα πρέπει να αποτελεί την αντιμετώπιση για μια ασθένεια.
Ειδικά τροποποιημένες και σχεδιασμένες δίαιτες θα πρέπει να ακολουθώνται προληπτικά για ένα μεγάλο διάστημα, προκειμένου να μειώσουν τον κίνδυνο εμφάνισης χρόνιων νοσημάτων.