Έρευνα Υγεία Διατροφή: Μια διατροφή πλούσια σε δημητριακά ολικής αλέσεως, τα οποία είναι φυσικά πλούσια σε φυτικές ίνες, συνδέεται με τη μείωση του κινδύνου ενός ατόμου για διάφορα προβλήματα υγείας. Συνολικά, οι Αμερικανοί τρώνε περισσότερα τρόφιμα ολικής άλεσης από ποτέ, αναφέρουν ερευνητές της Σχολής Επιστήμης και Πολιτικής Διατροφής Friedman του Πανεπιστημίου Tufts σε νέα μελέτη, που δημοσιεύθηκε στις 30 Νοεμβρίου στο Αμερικανικό Περιοδικό Κλινικής Διατροφής (American Journal of Clinical Nutrition). Ωστόσο, η αύξηση της πρόσληψης ολικής άλεσης τις τελευταίες δύο δεκαετίες μπορεί να είναι 39,5% ή 61,5%, ανάλογα με τον ορισμό που χρησιμοποιείται για τα τρόφιμα ολικής άλεσης. Επιπλέον, η μέση κατανάλωση τροφίμων ολικής άλεσης από τους Αμερικανούς παρέμεινε πολύ κάτω από τη συνιστώμενη κατανάλωση τουλάχιστον τριών ουγγιών κάθε μέρα και διέφερε σημαντικά ανά ορισμό.
Οι ερευνητές λένε ότι υπάρχει σαφής ανάγκη να τυποποιηθεί ο τρόπος με τον οποίο οι καταναλωτές, οι ερευνητές και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής μιλούν για τα τρόφιμα ολικής άλεσης. Η μελέτη συνέκρινε επικαλυπτόμενους ορισμούς από πέντε ιδρύματα: τις Διατροφικές Οδηγίες για τους Αμερικανούς, την Αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA), την Αμερικανική Ένωση Καρδιολογίας, την Αμερικανική Ένωση Χημικών Δημητριακών International και το Συμβούλιο Ολικής άλεσης. Η ερευνητική ομάδα εφάρμοσε τους διάφορους ορισμούς ενός τροφίμου ολικής άλεσης στις διατροφικές προσλήψεις περισσότερων από 39.700 ενηλίκων που καταγράφηκαν από την Εθνική Έρευνα για την Υγεία και τη Διατροφή (NHANES) μεταξύ 2003 και 2018. “Διαπιστώσαμε ότι κάθε ορισμός καταγράφει πολύ διαφορετικούς τύπους τροφίμων που περιέχουν δημητριακά ή αλεύρι ως τρόφιμα ολικής άλεσης, με αποτέλεσμα να υπάρχουν διαφορές στη μέση κατανάλωση τροφίμων ολικής άλεσης και στις σχετικές τάσεις”, αναφέρει η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Mengxi Du, υποψήφια διδάκτωρ στο πρόγραμμα Διατροφική Επιδημιολογία και Επιστήμη Δεδομένων (Nutrition Epidemiology and Data Science) της Σχολής Friedman. Ως καταναλώτρια, είπε ότι είχε την εμπειρία να αγωνίζεται να αναγνωρίσει τι είναι ή δεν είναι τρόφιμο ολικής άλεσης μέσω των ετικετών της συσκευασίας. Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι σχεδόν οι μισοί Αμερικανοί καταναλωτές αντιμετωπίζουν παρόμοιες προκλήσεις.
Κατά την εξέταση των διαφόρων κατηγοριών τροφίμων ολικής άλεσης που προσδιορίζονται από τους εν λόγω ορισμούς, ενώ εντοπίστηκαν κάποιες ομοιότητες -η κατανάλωση ψωμιού ολικής άλεσης αυξήθηκε σύμφωνα με όλους τους ορισμούς- υπήρχαν περισσότερες διαφορές. Ο ορισμός του FDA υπό την ηγεσία της κυβέρνησης ήταν ο πιο αυστηρός, κατηγοριοποιώντας τα λιγότερα τρόφιμα ως τρόφιμα ολικής άλεσης σε σύγκριση με τον ορισμό του Συμβουλίου Ολικής άλεσης του οποίου ηγείται η βιομηχανία, ο οποίος ήταν ο πιο επιεικής αλλά θα μπορούσε να είναι λιγότερο υγιεινός με βάση προηγούμενη μελέτη. Ένα εκπληκτικό εύρημα ήταν ο τρόπος με τον οποίο τα τρόφιμα διαφορετικών υποομάδων του πληθυσμού ταξινομούνταν ανάλογα με τον εφαρμοζόμενο ορισμό. Για παράδειγμα, τα άτομα που είναι μη ισπανόφωνοι λευκοί είχαν υψηλότερη πρόσληψη τροφίμων ολικής άλεσης σε σύγκριση με άλλες φυλετικές/εθνοτικές ομάδες, σύμφωνα με όλους τους ορισμούς, εκτός από τον ορισμό που πρότεινε η Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία, σύμφωνα με την οποία τα ισπανόφωνα άτομα είχαν την υψηλότερη πρόσληψη. Ο πιθανός λόγος είναι ότι ο ορισμός της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας είναι πιο ευαίσθητος στην αναγνώριση πιάτων όπως τα burritos με βάση το καλαμπόκι, τα tacos και τα nachos ως τρόφιμα ολικής άλεσης.
“Δεν μπορούμε ακόμη να πούμε ποιος είναι ο καλύτερος ορισμός, καθώς πρέπει να αξιολογήσουμε τα θρεπτικά προφίλ του καθενός και πώς αυτοί οι διαφορετικοί ορισμοί σχετίζονται με τα αποτελέσματα της υγείας. Τα ευρήματά μας, ωστόσο, υπογραμμίζουν την επιτακτική ανάγκη για συναίνεση σχετικά με τον ορισμό των τροφίμων ολικής άλεσης. Ένας συνεπής ορισμός σε όλους τους οργανισμούς είναι απαραίτητος για την περαιτέρω προώθηση της κατανάλωσης τροφίμων ολικής άλεσης στον αμερικανικό πληθυσμό”, λέει ο Fang Fang Zhang, κύριος συγγραφέας της μελέτης και προσωρινός πρόεδρος του Τμήματος Διατροφικής Επιδημιολογίας και Επιστήμης Δεδομένων στη Σχολή Friedman. Η έρευνα που αναφέρεται σε αυτό το άρθρο υποστηρίχθηκε από το Εθνικό Ινστιτούτο για την Υγεία των Μειονοτήτων και τις Ανισότητες στην Υγεία του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας (National Institute on Minority Health and Health Disparities) υπό τον αριθμό ανάθεσης R01MD011501. Πλήρεις πληροφορίες σχετικά με τους συγγραφείς, τους χρηματοδότες και τις συγκρούσεις συμφερόντων είναι διαθέσιμες στο δημοσιευμένο έγγραφο. Το περιεχόμενο αποτελεί αποκλειστική ευθύνη των συγγραφέων και δεν αντιπροσωπεύει απαραίτητα τις επίσημες απόψεις των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας.