Συγκεκριμένα, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα 390.450 ανθρώπων από μία βάση δεδομένων στην οποία, εκτός από διάφορα γενετικά δεδομένα, είχαν καταγραφεί οι συνήθειες των ανθρώπων ως προς την πόση του καφέ– όπως παραδείγματος χάριν αν προτιμούν τον καφέ χωρίς καφεΐνη, πόσες κούπες καφέ πίνουν σε καθημερινή βάση ή αν αποφεύγουν τελείως τον καφέ. Έπειτα, μελέτησαν συγκεκριμένες τιμές που σχετίζονται με την καρδιακή λειτουργία, όπως η πίεση του αίματος και ο καρδιακός ρυθμός, οι οποίες ρυθμίζονται σε ένα βαθμό από το γονιδιακό μας υπόβαθρο. Τέλος, παραλλήλισαν τις τιμές αυτές με τις συνήθειες των ανθρώπων ως προς την κατανάλωση του καφέ έτσι ώστε να διαπιστώσουν εάν υπήρχε κάποια συσχέτιση μεταξύ τους.
Τα γονίδια μας «προειδοποιούν»;
Τα αποτελέσματα της ανάλυσης έδειξαν ότι οι άνθρωποι οι οποίοι εμφανίζουν υψηλή πίεση του αίματος, στηθάγχη και αρρυθμίες είναι περισσότερο πιθανό να καταναλώνουν λιγότερο καφέ, να προτιμούν τον ντεκαφεϊνέ (χωρίς καφεΐνη) ή να αποφεύγουν τελείως τον καφέ σε σχέση με αυτούς που δεν εμφανίζουν τέτοιου είδους συμπτώματα. «Οι άνθρωποι πίνουν καφέ για πολλούς λόγους, όπως για να ανεβάσει τη διάθεσή τους όταν είναι κουρασμένοι, επειδή τους αρέσει η γεύση του ή απλώς επειδή είναι μέρος της ρουτίνας τους», σημείωσε σε σχετικές δηλώσεις η καθηγήτρια Διατροφικής και Γενετικής Επιδημιολογίας και πρώτη συγγραφέας της δημοσίευσης Ελίνα Ιπόνεν, συμπληρώνοντας ωστόσο ότι «αυτό που δεν αντιλαμβανόμαστε είναι ότι ασυνείδητα ο ανθρώπινος οργανισμός αυτό-ρυθμίζει τα ασφαλή επίπεδα καφεΐνης βάσει της πίεσης του αίματος, κι αυτό είναι πολύ πιθανόν το αποτέλεσμα ενός προστατευτικού γενετικού μηχανισμού». Όπως σημείωσε η ίδια, η συγκεκριμένη μελέτη δείχνει ότι η γενετική μας βάση «καθοδηγεί» τις αποφάσεις μας σχετικά με το πώς θα προστατέψουμε την καρδιακή μας υγεία, ενώ παρότρυνε τους ανθρώπους «να ακούν το σώμα τους, αφού αυτό “αφουγκράζεται” περισσότερο την κατάσταση της υγείας μας απ’ όσο πιστεύουμε».