Ερευνητές στη Βραζιλία, μια χώρα με μεγάλη εξάπλωση του ιού, έτρεξαν περισσότερα από 250.000 μαθηματικά μοντέλα στρατηγικών κοινωνικής αποστασιοποίησης και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αν το 50-65% των ανθρώπων είναι προσεκτικοί όταν βρίσκονται σε δημόσιο χώρο, τότε η σταδιακή χαλάρωση των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης κάθε 80 ημέρες θα μπορούσε να βοηθήσει στην αποτροπή περαιτέρω αιχμών νέων κρουσμάτων στα επόμενα δύο χρόνια. Συνολικά, είναι θετικό ότι ακόμη και χωρίς εκτεταμένη χρήση μοριακών τεστ ή εμβόλιο, οι αλλαγές στη συμπεριφορά και τις κοινωνικές συνήθειες μπορούν να κάνουν σημαντική διαφορά στη μετάδοση της νόσου.
Ερευνητές στο Μεξικό, μια άλλη χώρα με μεγάλη εξάπλωση του ιού, εξέτασαν επίσης την αλληλεπίδραση μεταξύ των γενικών περιοριστικών μέτρων και των μέτρων ατομικής προστασίας. Διαπίστωσαν ότι εάν το 70% του πληθυσμού του Μεξικού είχε ακολουθήσει τα ατομικά μέτρα, όπως το πλύσιμο των χεριών και η χρήση μάσκα μετά από τα προαιρετικά περιοριστικά μέτρα που ξεκίνησαν στα τέλη Μαρτίου, τότε το ξέσπασμα της επιδημίας στην χώρα θα μειωνόταν μετά από μια αιχμή στα τέλη Μαΐου ή στις αρχές Ιουνίου. Ωστόσο, η κυβέρνηση απέσυρε τα περιοριστικά μέτρα την 1η Ιουνίου και, αντί να ελαττωθεί, ο υψηλός αριθμός εβδομαδιαίων θανάτων από Covid-19, παρέμεινε σταθερός. Φαίνεται ότι δύο δημόσιες αργίες λειτούργησαν ως γεγονότα υπερμετάδοσης της νόσου, προκαλώντας υψηλά ποσοστά μολύνσεων αμέσως πριν από την άρση των περιοριστικών μέτρων.
Σε περιοχές όπου η μετάδοση της Covid-19 φαίνεται να μειώνεται, η καλύτερη προσέγγιση είναι η προσεκτική παρακολούθηση με εντατικά τεστ, η απομόνωση των νέων περιπτώσεων και η ανίχνευση των επαφών τους. Αυτή είναι η κατάσταση στο Χονγκ Κονγκ, για παράδειγμα, όπου αναμένεται ότι η στρατηγική αυτή θα αποτρέψει μια απότομη επανεμφάνιση νέων μολύνσεων – εκτός εάν η αυξημένη κίνηση μέσω των αεροπορικών ταξιδιών φέρει σημαντικό αριθμό εισαγόμενων περιπτώσεων.
Αλλά πόσο αυστηρή ανίχνευση των ύποπτων επαφών και απομόνωση απαιτείται για να περιοριστεί αποτελεσματικά μια εστία μετάδοσης; Τα σχετικά μαθηματικά μοντέλα και οι προσομοιώσεις καταστάσεων με νέα κρούσματα με ποικίλη μεταδοτικότητα, ξεκινώντας από 5, 20 ή 40 εισαγόμενες περιπτώσεις, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι απαιτείται ανίχνευση του 80% των επαφών μέσα σε λίγες ημέρες για τον έλεγχο μιας εστίας μετάδοσης. Όμως, η ανίχνευση του 80% των επαφών είναι σχεδόν αδύνατη σε περιοχές με χιλιάδες νέες λοιμώξεις την εβδομάδα. Επιπλέον, ακόμη και οι υψηλότεροι αριθμοί νέων περιστατικών είναι πιθανό να είναι υποτιμημένοι και οι περιπτώσεις μολύνσεων από τον ιό είναι σημαντικά υψηλότερες απ’ ό,τι αναφέρεται επίσημα, άρα υπάρχει υψηλότερος κίνδυνος μόλυνσης απ’ ό,τι πιστεύεται. Συνεπώς, οι προσπάθειες μετριασμού και ελέγχου της εξάπλωσης της πανδημίας, όπως και τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης, πρέπει να συνεχιστούν όσο το δυνατόν περισσότερο για να αποφευχθεί μια δεύτερη μεγάλη επιδημία, μέχρι τους χειμερινούς μήνες, όπου τα πράγματα γίνονται πιο επικίνδυνα ξανά.