Ένα ασφαλές περιβάλλον ύπνου είναι ζωτικής σημασίας για την πρόληψη του συνδρόμου αιφνίδιου βρεφικού θανάτου (Σ.Α.Β.Θ.), αλλά δεν είναι ο μόνος παράγοντας που καθορίζει τον κίνδυνο του συνδρόμου σε μωρά, σύμφωνα με μια νέα μελέτη.
Τα ποσοστά του συνδρόμου αιφνίδιου βρεφικού θανάτου έχει μειωθεί δραματικά στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 1992, όταν η Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής πρώτη συνέστησε τα μωρά να κοιμούνται ανάσκελα αντί για μπρούμυτα και δεδομένου ότι η σημασία της μείωσης των κινδύνων ασφυξίας έχει αναγνωριστεί, είπαν οι ερευνητές. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι γονείς μπορούν να κάνουν τα πάντα σωστά, βάζοντας ένα μωρό στο κρεβάτι, και τα μωρά να εξακολουθούν να πεθαίνουν από σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου.
«Δουλεύω με πολλούς γονείς των οποίων τα παιδιά έχουν πεθάνει από σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου, και το γεγονός είναι ότι λόγω της επιτυχίας του ελέγχου του περιβάλλοντος του ύπνου, οι γονείς συχνά αισθάνονται υπεύθυνοι για τους θανάτους των παιδιών τους », δήλωσε η συγγραφέας της μελέτης Δρ. Ρίτσαρντ Γκόλντστέιν. «Και ενώ είναι σίγουρα σημαντικό να βάλετε για ύπνο το παιδί σας με τον ασφαλέστερο δυνατό τρόπο, η προφύλαξη είναι λίγο πιο περίπλοκη».
Σύμφωνα με τη βασική θεωρία που περιγράφεται στη νέα μελέτη, υπάρχουν τρία βασικά στοιχεία που συμβάλλουν στο συνολικό κίνδυνο του συνδρόμου αιφνιδίου θανάτου. Πρώτον, ορισμένα βρέφη μπορεί να έχουν μια εγγενή προδιάθεση για αιφνίδιο θάνατο, είπαν οι ερευνητές. Δεύτερον, τα βρέφη που πεθαίνουν από σύνδρομο αιφνιδίου θανάτου, τείνουν να είναι σε μια κρίσιμη περίοδο της ανάπτυξης, με άτομα ηλικίας κάτω των έξι μηνών να διατρέχουν το μεγαλύτερο κίνδυνο. Το τρίτο στοιχείο αφορά στο περιβάλλον του ύπνου τους, συμπεριλαμβανομένης της θέσης στην οποία κοιμούνται και τον τύπο του κρεβατιού.
Ο εγγενής κίνδυνος λοιπόν, πιστεύεται ότι σχετίζεται με γενετικούς, αναπτυξιακούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες, είπαν οι ερευνητές. Για παράδειγμα, η έρευνα έχει δείξει ότι τα αγόρια και τα πρόωρα μωρά είναι πιο επιρρεπή στο σύνδρομο αιφνιδίου θανάτου. Τα μωρά των οποίων οι μητέρες κάπνιζαν ή έπιναν αλκοόλ κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης έχουν επίσης αποδειχθεί ότι διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο. Αντίθετα, τα μωρά που έχουν θηλάσει φαίνεται να είναι λιγότερο επιρρεπή σε αιφνίδιο θάνατο, σύμφωνα με τη μελέτη, που δημοσιεύθηκε σήμερα (2 Δεκέμβρη) στο περιοδικό Pediatrics.
Όταν οι ερευνητές μελέτησαν τα ποσοστά των Σ.Α.Β.Θ. μεταξύ 1983 και 2012, διαπίστωσαν ότι, μεταξύ 1992 και 1996, τη στιγμή που συστήθηκε να μην τοποθετούνται τα μωρά μπρούμυτα, μια απότομη μείωση 38 τοις εκατό συνέβη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι προσπάθειες βελτίωσης του περιβάλλοντος ύπνου του μωρού έπαιξαν μεγάλο ρόλο σε αυτή τη μείωση, όμως συνέβαλαν και άλλοι παράγοντες. Κάποιοι από αυτούς ήταν η μείωση του καπνίσματος στις έγκυες και η αύξηση των θηλασμών.
Η νέα μελέτη δείχνει ότι «Αν θέλουμε να επηρεάσουμε περαιτέρω τα ποσοστά βρεφικής θνησιμότητας και την εξάλειψη των Σ.Α.Β.Θ., το περιβάλλον ύπνου θα εξακολουθήσει να είναι σημαντικό, αλλά κατά πάσα πιθανότητα θα είναι ανεπαρκής πρόληψη» δήλωσαν οι Δρ. Ρέιτσελ Μούν και ο Δρ. Φέρν Χοκ από το Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, οι οποίοι δεν συμμετείχαν στη νέα μελέτη αλλά έγραψαν ένα σε σχετικό σημείωμα που δημοσιεύθηκε στο ίδιο περιοδικό. Οι Χόκ και Μούν τόνισαν πως «Οι προσπάθειές της δημόσιας υγείας θα πρέπει να επικεντρωθούν εξίσου στην μείωση του εγγενούς κινδύνου μέσω της προώθησης της διακοπής του καπνίσματος, της έκθεση στο αλκοόλ, καθώς και στα ποσοστά του θηλασμού και την πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας προγεννητική φροντίδα».