Η φερριτίνη (Ferritin) είναι η κύρια πρωτεΐνη στο σώμα που αποθηκεύει τον σίδηρο. Έτσι, η μέτρηση των επιπέδων φερριτίνης παρέχει μια καλή ένδειξη για το μέγεθος των διαθέσιμων αποθεμάτων σιδήρου στον οργανισμό. Περίπου τα 2/3 του αποθηκευμένου σιδήρου είναι συνδεδεμένα με τη φερριτίνη, ενώ το υπόλοιπο 1/3 περιέχεται στην αιμοσιδηρίνη.
Η φερριτίνη μπορεί να εντοπιστεί στη σπλήνα, το συκώτι, στους σκελετικούς μύες και τον μυελό των οστών, ενώ ένα ποσοστό της βρίσκεται και στο αίμα. Ο σίδηρος είναι βασικό στοιχείο πολλών ενζύμων, που μετέχουν στο μεταβολισμό. Χωρίς σίδηρο, τα κύτταρα δεν θα μπορούσαν να μεταφέρουν ηλεκτρόνια και να μεταβολίσουν ενέργεια. Η απορρόφηση σιδήρου λαμβάνει χώρα στο λεπτό έντερο. Η διαδικασία διευκολύνεται από το όξινο περιεχόμενο του στομάχου, που κρατά το σίδηρο διαλυμένο. Μόλις εισέλθει στο εντερικό κύτταρο, ο σίδηρος αποθηκεύεται ως φερριτίνη ή αποδίδεται στο αίμα, όπου συνδέεται με μια πρωτεΐνη μεταφοράς την τρανσφερίνη.
Όταν τα αποθέματα σιδήρου εξαντλούνται, η φερριτίνη μειώνεται. Κι όταν η φερριτίνη μειώνεται το άτομο υποφέρει από πονοκεφάλους, ζαλάδες, αδυναμία, κόπωση, έλλειψη ενέργειας, καρδιακά προβλήματα, κοιλιακό πόνο κ.ά. Οι παράγοντες που επηρεάζουν την ποσότητα φερριτίνης στον οργανισμό είναι η κακή διατροφή, η έμμηνος ρύση στις γυναίκες (ειδικά όταν χάνουν πολύ αίμα), τα αιμολυτικά σύνδρομα και οι ορμονικές διαταραχές (κακή λειτουργία του θυρεοειδή).
Έρευνες έχουν δείξει ότι όσοι έχουν χαμηλά επίπεδα φερριτίνης στο αίμα τους έχουν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσουν δερματολογικά προβλήματα , απώλεια μαλλιών ακόμη και καρδιακή ανεπάρκεια. Σε μικρές ηλικίες η έλλειψη της προκαλεί επιπτώσεις στη σωματική ανάπτυξη αλλά και στην πνευματική τους ανάπτυξη. Η έλλειψη σιδήρου αντιμετωπίζεται με την σωστή διατροφή και αν το κρίνει ο θεράπων ιατρός με τα φαρμακευτικά σκευάσματα.
Υπάρχει περίπτωση ένα άτομο να εμφανίζει υψηλά επίπεδα φερριτίνης. Σε αυτή την περίπτωση ο ασθενής θα έχει φλεγμονώδη διαταραχή. Τρεις συχνές αιτίες που εξηγούν τις υψηλές τιμές της φερριτίνης είναι: η αλκοολική νόσος του ήπατος, οι συχνές μεταγγίσεις αίματος ή η αιμοχρωμάτωση (γενετική διαταραχή).