Η θνησιμότητα σε ασθενείς με σοβαρή πνευμονία από COVID-19 και συστηματική υπερβολική φλεγμονώδη ανοσολογική απόκριση είναι υψηλή. Η υπερβολική αντίδραση του ανοσοποιητικού με υπερπαραγωγή κυτταροκινών θεωρείται ένας από τους βασικούς μηχανισμούς που οδηγούν σε ταχεία και απότομη κλινική επιδείνωση ασθενείς με COVID-19. Πολλές τέτοιες κυτταροκίνες έχουν ενοχοποιηθεί και διάφορα φάρμακα που αναστέλλουν τη δράση τους έχουν δώσει κάποια ενθαρρυντικά αποτελέσματα.
Σημαντικός παράγοντας φλεγμονής είναι η ιντερλευκίνη-6 και το φάρμακο tocilizumb, που την αναστέλλει έχει δοκιμαστεί με κάποια επιτυχία, ενώ βρίσκεται υπό αξιολόγηση σε τυχαιοποιημένες κλινικές δομικές. Επιπλέον και άλλα φάρμακα που δρουν είτε στην ιντερλευκίνη-6 είτε σε άλλες κυτταροκίνες ή παράγοντες φλεγμονής αξιολογούνται σε πολλές κλινικές μελέτες.
Ο παράγοντας διέγερσης των αποικιών κοκκιοκυττάρων-μακροφάγων (GM-CSF) είναι μια κυτταροκίνη με βασικό ρόλο στη ρύθμιση της φλεγμονής. Η σύνδεσή του στον υποδοχέα GM-CSF-α (GM-CSFRa) ενεργοποιεί πολλαπλές οδούς που αυξάνουν τη φλεγμονώδη αντίδραση. Δρα σε κύτταρα όπως τα μακροφάγα και τα ουδετερόφιλα, με αποτέλεσμα την αυξημένη έκκριση και άλλων προ-φλεγμονωδών κυτταροκινών, που περιλαμβάνουν την ιντερλευκίνη-6 και άλλες ιντερλευκίνες (όπως η -1, -23, -12), τον παράγοντα νέκρωσης όγκου, ενώ διεγείρει και άλλες οδούς της φλεγμονής.
Το mavrilimumab είναι ένα μονοκλωνικό αντίσωμα που συνδέεται με τον υποδοχέα GM-CSFRa και διακόπτει τη μετάδοση της σηματοδότησης από τον GM-CSF. Το φάρμακο αυτό έχει δείξει αποτελεσματικότητα και ασφάλεια σε αρκετές κλινικές μελέτες σε ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα και με γιγαντοκυτταρική αρτηρίτιδα. Επίσης φαίνεται να σχετίζεται με χαμηλότερα ποσοστά σοβαρών λοιμώξεων σε σύγκριση με άλλες ανοσορυθμιστικές θεραπείες που χρησιμοποιούνται στη ρευματοειδή αρθρίτιδα.
Σε μια μικρή προοπτική μελέτη από την Ιταλία (Μιλάνο), που έγινε στο μεγαλύτερο νοσοκομείο της περιοχής (San Raffaele), οι ερευνητές χορήγησαν μια δόση mavrilimumab σε ασθενείς με τεκμηριωμένη λοίμωξη από COVID-19, οι οποίοι δεν ήταν διασωληνωμένοι, αλλά νοσηλεύτηκαν λόγω πνευμονίας από τη νόσο και είχαν αυξημένους δείκτες φλεγμονής. Συνολικά 13 ασθενείς έλαβαν τη θεραπεία και συγκρίθηκαν με 26 άλλους ασθενείς με παρόμοια χαρακτηριστικά οι οποίοι όμως δεν επιλέχθηκαν με τυχαίο τρόπο αλλά δεν έλαβαν την αγωγή για άλλους λόγους (ο συχνότερος ήταν ότι δεν υπήρχε διαθεσιμότητα του φαρμάκου). Και οι δύο ομάδες ασθενών λάμβαναν την καθιερωμένη θεραπεία κατά την περίοδο που έγινε η μελέτη (Μάρτιος και Απρίλιος 2020), η οποία συμπεριλάμβανε και υδροξυχλωροκίνη και αζιθρομυκίνη. Οι περισσότεροι ασθενείς και στις δύο ομάδες είχαν ανάγκη για συμπληρωματικό οξυγόνο.
Τα αποτελέσματα δημοσιεύτηκαν στο έγκυρο ιατρικό περιοδικό «The Lancet Rheumatology». Οι καθηγητές της Θεραπευτικής Κλινικής, της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευστάθιος Καστρίτης και Θάνος Δημόπουλος, πρύτανης ΕΚΠΑ, συνοψίζουν τα ευρήματα αυτής της μελέτης.