«Πρόπτωση της μήτρας (και κόλπου) ονομάζεται η υποχώρηση (κάθοδος) του οργάνου της μήτρας μέσα στον κόλπο λόγω της χαλάρωσης των υποστηρικτικών ιστών, οι οποίοι τη συγκρατούν. Η πάθηση προκαλεί έντονες ενοχλήσεις, όπως αίσθηση ξένου σώματος στον κόλπο, κοιλιακό άλγος και διαταραχές της ούρησης. Μια από τις βασικές επιπτώσεις της πρόπτωσης μήτρας αποτελεί και η διαταραχή της σεξουαλικής ζωής των ασθενών, καθώς και η ψυχική επιβάρυνση που αυτή συνεπάγεται».
Το πρόβλημα είναι πολύ συχνό, αφού υπολογίζεται πως το 35-50% των γυναικών μετά την εμμηνόπαυση θα παρουσιάσει κάποια στιγμή πρόπτωση μήτρας ή κόλπου. Το ποσοστό αυτό είναι αρκετά μεγαλύτερο από ότι οι περισσότεροι νομίζουν, αφού πολλές ασθενείς διστάζουν να αναφέρουν το πρόβλημά τους στο γυναικολόγο, είτε διότι η σεξουαλική ζωή μετά την εμμηνόπαυση θεωρείται ακόμη θέμα ταμπού, είτε επειδή δεν γνωρίζουν πως υπάρχει μόνιμη, ασφαλής και αποτελεσματική χειρουργική λύση στο πρόβλημα τους.
Η πρόπτωση οφείλεται στην χαλάρωση των συνδέσμων και των μυών που υποστηρίζουν τη μήτρα και τον κόλπο. Η χαλάρωση αυτή σχετίζεται τις περισσότερες φορές με ιστορικό πολλαπλών ή τραυματικών φυσιολογικών τοκετών, ενώ σημαντικό ρόλο παίζουν και παράγοντες που σχετίζονται με χρόνια αύξηση της πίεσης μέσα στην κοιλιά, όπως η παχυσαρκία, η ορθοστασία, τα βαριά επαγγέλματα, ο χρόνιος βήχας, κτλ.
- Στις μέρες μας είναι διαδεδομένη η λαπαροσκοπική ανόρθωση μήτρας και κόλπου με τη χρήση μη απορροφήσιμου πλέγματος, το οποίο στερεώνεται στη βάση της σπονδυλικής στήλης, στο πίσω μέρος της λεκάνης (ιεροπηξία), (κλασσική τεχνική). Ωστόσο, η περιοχή αυτή είναι πλούσια σε αγγείωση και νεύρωση, με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος τραυματισμού των αγγείων και των νεύρων της περιοχής κατά τη διάρκεια του χειρουργείου. Παράλληλα, το πλέγμα τοποθετείται σε μια περιοχή κοντά στο τελικό τμήμα του εντέρου, με αποτέλεσμα ένα σημαντικό ποσοστό γυναικών να παραπονιέται για χρόνιους πόνους κατά την αφόδευση μετά το χειρουργείο. Τέλος, η επέμβαση εμφανίζει υψηλό βαθμό δυσκολίας σε υπέρβαρες ή παχύσαρκες ασθενείς.
- Η βασική διαφορά της λαπαροσκοπικής κτενοπηξίας από την κλασική μέθοδο, συνίσταται στη στερέωση του πλέγματος σε μια περιοχή στα πλάγια τοιχώματα της λεκάνης (κτενιαίοι σύνδεσμοι), μακριά από αγγεία, νεύρα και το τελικό τμήμα του εντέρου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να εκμηδενίζεται ο κίνδυνος τραυματισμού αγγείων και νεύρων στην περιοχή στερέωσης του πλέγματος, ενώ δεν υπάρχει καμία πιθανότητα εμφάνισης ενοχλήσεων κατά την αφόδευση μετά την επέμβαση. Παράλληλα, η τεχνική μπορεί να εφαρμοστεί με ασφάλεια και σε υπέρβαρες ή παχύσαρκες γυναίκες.
Επιπλέον, ελαχιστοποιούνται οι διεγχειρητικές ή μετεγχειρητικές επιπλοκές και η ασθενής μπορεί να λάβει εξιτήριο την επόμενη μέρα του χειρουργείου, ενώ επανέρχεται στις κανονικές της δραστηριότητες σε μικρό χρονικό διάστημα μετά την επέμβαση. Δύο μήνες μετά, ο κόλπος παραμένει σε άριστη ανατομική θέση και η ασθενής είναι ελεύθερη συμπτωμάτων με φυσιολογική σεξουαλική ζωή. Το 2015 δημοσιεύτηκε η πρώτη έρευνα που συγκρίνει την αποτελεσματικότητα και τις πιθανές μετεγχειρητικές επιπλοκές της σύγχρονης και της κλασικής μεθόδου, η οποία επιβεβαίωσε την ανωτερότητα της νέας επέμβασης.
Άρθρο του μαιευτήρα-γυναικολόγου Ιωάννη Ράπτη